γνέμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνέμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γνέμα τὸ (ΙΙ) Θήρ. Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κορσ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Μέγαρ. Μεγίστ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βάλτ. Γορτυν. Μεσσην. Παιδεμέν. κ.ἀ.) Σαμ. Στερελλ. (Ἀράχ.) Σκῦρ. Τῆν. Χίος - Λεξ. Βάιγ. Κορ., Ἄτακτ. 1,116.289 Βλαστ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γνέμ-μα Κάσ. Μεγίστ. Νίσυρ. Σύμ. γνέμ-μαν Λυκ. (Λυβίσσ.) νέμα Εὔβ. (Κύμ. Ὀξύλιθ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Πυλ. Τριφυλ.) ἔγνεμα Κρήτ. (Σητ.) Σκῦρ. - Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ. ρ. γνεύω, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. νεύω, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -μα. Ὀ τύπ. ἔγνεμα καὶ εἰς Πεντάτευχ., σ. 426 (ἔκδ. Hesseling), ὁ δὲ τύπ. γνέμα καὶ εἰς Βλαχ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Νεῦμα, σύνθημα, συμβολικὴ κίνησις τῶν βλεφάρων, τῶν μυῶν τοῦ προσώπου ἢ ἄλλου μέλους τοῦ σώματος πρὸς δήλωσιν διαθέσεώς τινος ἔνθ᾽ ἀν.: Τοῦ ᾽καμα γνέμα, μὰ δὲ μ᾽ ἐκατάλαβε Μῆλ. Μοῦ ᾽κανε γνέμα καὶ πῆγα Μέγαρ. || Παροιμ. Εἶναι μέσα ᾽ς τὰ γνέματά του (ἐπὶ ἐνόχου καὶ ὑποκρινομένου ἄγνοιαν) Πελοπν. (Γορτυν.) || ᾌσμ. Σὺ πού ᾽κανες τὸν οὐρανό, τὸν κόσμο μ᾽ ἕνα γνέμα, δῶσ᾽ μου τσ᾽ ἐμένα λοϊσμό, δῶσ᾽ μου τσ᾽ ἐμένα πνέμα Σκῦρ. Τρανταφυλλένιˬα μάγουλα, ματάκιˬα μενεξέδες, π᾽ ἀλλάργα κάνουν γνέματα κιˬ ἀπὸ κοντὰ τζιβλέδες (τζιβλὲς = θωπεία, χάδι) Ἰων. (Κρήν.) Κουνουστία dου δὲ θέλω, γνέμα dου δὲ ρέομαι, καὶ νὰ πορπατῶ μαζί dου δὲ dὸ καταδέχομαι (κουνουστία = σχέσις, ρέομαι = ἐπιθυμῶ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μάτια ζαχαροκοίταχτα καὶ λαbιρὰ ᾽ς τοὺ γνέμα, τὰ πικρὰ κάματι γλυκά, τ᾽ ἄγρια ᾽μιρουμένα Σάμ. || Ποίημ. Ὁ ποταμὸς σέρνει κλαδιˬὰ κ᾽ ἡ θάλασσα καράβιˬα, κ᾽ ἡ κόρη μὲ τὸ γνέμα της πλανᾷ τὰ παλληκάριˬα Ι. Ζερβ. Ἡρωδ., 9. Συνών. γνέψη, γνέψιμο, διˬάνεμα, νόημα. 2) Ἡ σκέψις, ὁ σκοπὸς Κρήτ. (Σητ.): Τὸ ἔγνεμά dου ᾽ναι νὰ φύγωμε, νὰ πάῃ ἐκε͜ιὰ ποὺ θέλει. Τὸ ἔγνεμά dου ᾽ναι ἀλλοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA