γνεματάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνεματάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γνεματάκι τὸ (ΙΙ) Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γνέμα (ΙΙ), τὸ ὁπ. βλ.

Σημασιολογία

Τὸ μικρὸν νεῦμα, σύνθημα ἔνθ᾽ ἀν.: Δὲ μποροῦσες νὰ μοῦ κάνῃς ἕνα γνεματάκι, νὰ καταλάβω; Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/