γνὲς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνὲς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γνὲς ἐπίρρ. Καππ. (Φάρασ.) ἀγνὲς Καππ. (Φάρασ.) σάγνες Καππ. (Φάρασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς φρ. ἐκ νέας. Βλ. R. Dawkins, Modern Greek in Asia Minor, 593. Ὁ τυπ. σάγνες ἐκ τοῦ (εἰ)ς ἀγνές.
Σημασιολογία
1) Κάποτε, ἐνίοτε, μιˬὰ φορά: Γνές ποτε, Γνὲς τὸ δεύτερο (= πάλιν). 2) Πάλιν, ἐκ δευτέρου: Γνὲς ὁ Χριστὸς ἀτζείνους εἴπεντι (= πάλιν ὁ Χριστὸς εἶπεν εἰς ἐκείνους). Τζαὶ γνὲς λέγω σας (= καὶ πάλιν σᾶς λέγω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA