γνέστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνέστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γνέστρα ἡ, Ἤπ. (Πωγών. κ.ἀ.) Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ.) Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Μάν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεβάδ.) νέστρα Κύθηρ. Πελοπν. (Βούτσ. Δίβρ.) Σάμ. - Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 98.87,88 - Λεξ. Βλαστ. 314 νέστρια Ψαρ. γνέθρα Μακεδ. (Δοξᾶτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γνέθω.
Σημασιολογία
1) Ἡ γυνὴ ἡ ἀσχολουμένη μὲ τὴν νῆσιν ἐρίου ἤ βάμβακος ἔνθ᾽ ἀν.: Δὲ λείπουν καὶ ἰδιαίτερες γνέστρες ἀπὸ κάθε χωριό, ποὺ γνέθουν ξένα μαλλιˬὰ Δ. Λουκοπ., Πῶς ὑφαίν., 10 Δὲ bόρε͜ιε νὰ κάνῃ καλὴ κλωστὴ καὶ πῆε τὸ μαλλὶ ᾽ς τὴ γνέστρα Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ.) Εἶναι καλὴ νέστρα ἡ Ξάκω (= Ἐξακουστὴ) Πελοπν. (Δίβρ.) || Παροιμ. Ἡ καλὴ νέστρα νέθει καὶ μὲ τὸ κουτάλι (ἐπὶ τῶν φιλέργων· ὅτι ὁ ἐπιθυμῶν πράγματι νὰ ἐργασθῇ εὐκόλως εὑρίσκει τὸν τρόπον) Κύθηρ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) - Ι. Βενιζέλ., ἔνθ᾽ ἀν || ᾌσμ. Ποῦ εἶστε, γνέστρες κιˬ ἀνυφάντρες | καὶ κακὲς ξανακατῶστρες νὰ μοῦ ὑφάνετε τὸ β᾽λάρι Ἤπ. (Πωγών.) Ποῦ εἶστι, γνέστρις, ποῦ εἶστ᾽, ἀυˬφάντρες, | ποῦ εῖστι, δώδικα ἀυˬφαντάδις; Στερελλ. (Αἰτωλ) 2) Ὁ τόπος ὅπου ὁ κατασκευάζων σάκκους ἔχει ἐγκαταστήσει τῆν ροδάνην Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA