γνεφτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνεφτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γνεφτὸς ἐπίθ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χάλκ. - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γνέφω.
Σημασιολογία
1) Ὁ διὰ νεύματος γινόμενος Ρόδ. Σύμ. - Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ καμμύων συχνὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χαλκ. 3) Ὡς ούσ. εἰς τὴν φρ.: Μιλοῦν τὸν γνεφτὸν (= ὁμιλοῦν, συνεννοοῦνται διὰ νευμάτων) Σύμ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γνεφτὸς Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA