βαθουλλομματιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθουλλομματιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαθουλλομματιˬάζω ἐνιαχ. βαθ’λλουμματιˬάζου Στερελλ. (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαθουλλομμάτης
Σημασιολογία
Κοιλαίνονται, βαθουλλώνουν οἱ ὀφθαλμοί μου ἐξ ἀσθενείας ἢ ἄλλης αἰτίας: Τί βαθ’λλουμάτιˬασις ἔτσ’; σ᾿ ἕφαγ’ ἡ δεῖνα;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA