γνέφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνέφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γνέφω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Σινώπ.) γνέφου βόρ. ἰδιώμ. Πελοπν. (Μάν.) νεύω Μεγίστ.- Μ. Τσιριμῶκ., Δεκάστ., 51 Δ. Βουτυρ., Διωγμέν. ἀγάπ., 52 Χ. Χρηστοβασ., Διηγ. στάν., 50 νεύου Α. Ρουμελ. (Καβακλ. Σωζόπ.) Εὔβ. (Κύμ.) Θεσσ. νεύγω Κ. Οἰκονόμ., Περὶ προφορ., 31 νεύγου Εὔβ. (Κουρ.) νεύκω Κύπρ. νεύγκω Κύπρ. ἐγνεύω Πόντ. (Οἰν.) γνεύω Ἰκαρ. (Χριστ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Κορσ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Σισάν.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γέρμ. Ξηροκ. Λεῦκτρ. Οἴτυλ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Πόντ. (Οἰν.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Τῆν. Φοῦρν. Χίος (Βροντ.) - Κ. Οἰκονόμ., Περὶ προφορ., 31 Κορ., Ἄτακτ., 1.288 - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γνεύου Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Θάσ. Θρᾷκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Κομοτ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Λῆμν. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) γνέου Στερελλ. (Καλοσκοπ.) γνεύγου Μ. Ἀσία (Κυδων.) γνεύτου Λέσβ. (Ἀγιάσ. Πολιχνῖτ.) Μακεδ. (Σισάν.) ἀγνεύω Θρᾴκ. (Σκόπ.) ἀγνεύου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) νέθω Κύθηρ. Παρατ. ἔνευκεν Κύπρ. Ἀόρ. γούνιψα Λῆμν. (Πλάκ.) Μέσ. γνέφομαι Πελοπν. (Νεάπ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Σάμ. Σκῦρ. - Δ. Μαυροφρ., Δοκίμ., 213 νεύκομαι Κύπρ. Μετοχ. γνεμένος Θάσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ἄρχ. νεύω καὶ ἐκνεύω. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,185.286, Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ., 7 (1910-11), 64. Ὁ τύπ. γνεύω καὶ εἰς Προδρομ., 3.302 (ἕκδ. Hesseling - Pernot), ὁ δὲ γνεύω αὐτόθ. κῶδ. Σ. Ὁ τύπ. γνεύγω καὶ εἰς Πεντάτευχ., σ. 424 (ἔκδ. Hesseling), ὁ δὲ (ἐκ)νεύγω εἰς Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε, στ. 1463 (ἔκδ. J. Lambert).

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Νεύω, κάμνω νεῦμα, σημεῖον διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, τῆς κεφαλῆς ἢ τῆς χειρὸς πρὸς δήλωσιν θελήσεως ἢ διαθέσεώς μου σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σινώπ.): Τοῦ ᾽γνεψε νὰ παίξῃ τὸ φάντη - τὸ ρῆγα - τὸν ἄσσο (εἰς τὴν χαρτοπαιξίαν) σύνηθ. Τοῦ ᾽γνεψε νὰ πάῃ - νά φύγῃ - νὰ μὴν πῇ τίποτα - νὰ κάνῃ τὸν κουτὸ - νὰ τὸν διˬώξῃ σύνηθ. Τοῦ γνέφω νὰ μὲ ἰδῇ καὶ δὲ μὲ γλέπει Πελοπν. (Δίβρ.) Μοῦ ᾽γνεψε νὰ πάου κοντά του νὰ τὸν ἰδῶ ποὺ κατάκιˬασε (= εἶναι κατὰκοιτος) Πελοπν. (Βούτσ.) Φτάνει νὰ μοῦ γνέψῃς κ᾽ ἐγὼ καταλαβαίνω Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Καὶ γνέφω τσῆ κοπελιˬᾶς κ᾽ ἤρθενε ᾽ς τὸ περιβόλι Κρήτ. Ἔγνεψέ dου τζ᾽ ἠπῆγεν κοdά του αὐτόθ. Ἔγνεψά του νά ᾽ρκεται Πόντ. (Οἰν.) Μ᾽ ἔγνεφτε πολλά, μὰ ᾽γὼ δὲ γροικοῦσα τίποτα Μακεδ. (Σισάν.) Καὶ γνέφουd᾽ αὐτοὶ πὼς εὑρήκαμε τάχα τὴν dύχη μας (ἐκ παραμυθ.) Ἀστυπ. Εἶχε ᾽δεῖ τὸ Φουρλῆ, ποὺ τὸν εἴχανε πάρει γιὰ νὰ βοηθήσῃ ᾽ς τὸ χυτήριο, νὰ τὸν κοιτάζῃ καὶ νὰ τοῦ νεύῃ Δ. Βουτυρ., Διωγμέν. ἀγάπ., 52 || Φρ. Κάπο͜ιος τοῦ ᾽γνεψε (ἐπὶ εύκόλου καὶ ἀβασανίστου πειθοῦς) Ζάκ. Συνών. φρ. Κάπο͜ιος τοῦ σφύριξε. Ὄπου τοῦ νέψῃς, νεύκεται (= παρασύρεται) Κύπρ. Γνεύ᾽ τσὶ ᾽ς τὰ κάdρα (ἐπὶ ἐρωτύλου) Σάμ. Νὰ σὲ μιλοῦνι κὶ νὰ γνέφῃς (ἀρά· νὰ εὑρίσκεσαι εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ὥστε μόλις διὰ νευμάτων ν᾽ ἀποκρίνεσαι) αὐτόθ. Νὰ σὲ ᾽δοῦ νὰ γνέφῃς (ὁμοίως) αὐτόθ. Νὰ βουβαθῇς καὶ νὰ γνέφ᾽ς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Νὰ γνεύῃ (ἀρά· ν᾽ ἀλληθωρίζῃ) Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Νερὸ γνεμένο εἶναι (εἶναι ταχύς, πρόθυμος, ἱκανὸς διὰ πᾶσαν ἐργασίαν) Θάσ. Ἄνε dοῦ γνέψῃς, γνέφεται (ἐπὶ ἀβούλων ἀτόμων τὰ ὁποῖα δὲν λαμβάνουν πρωτοβουλίας καὶ ἔχουν ἀνάγκην ὑποδείξεων) Πελοπν. (Νεάπ.) || ᾌσμ. Θωρεῖ τὸν Βάσον ᾽ποὺ μακρὰ νὰ στέκῃ νὰ τῆς νεύκῃ, νά ᾽χῃ τ᾽ ἀγκάλιˬα τ᾽ ἀνοιχτὰ χωρὶς νὰ τῆς κοντεύκῃ Κύπρ. Τὰ μ-μάτιˬα τῆς ἀγάπης μου ᾽ς τὴν ἄκραν μελισ-σεύκουν τσ᾽ ὅταν γυρίσουν τσαὶ μὲ δ᾽οῦν, οὕλ-λον ἐμένα νεύκουν (μελισσεύω = ἔχω τὸ χρῶμα τῆς μελίσσης) αὐτόθ. Νεύκω της μέ τ᾽ ἀμ-μάτιν μου, | ἔν-νὰ σὲ κάμ᾽ ἀγάπην μου αὐτόθ. Τέσσερα μάτια γνέφονται τσαὶ δυˬὸ καρδιˬὲς χτυποῦνε, πότε θὰ σμίξουνε μαζί, τὸν πόνο τους νὰ ποῦνε Σκῦρ. || Ποιήμ. Σκύβουν ἐκεῖθε οἱ πόνοι μου καὶ νεύουν ᾽ς τοὺς πόθους μου καὶ ᾽ς τ᾽ ὄνειρο ν᾽ ἀνέβουν Μ. Τσιριμώκ., Δεκάστ., 51. Γονάτισε ᾽ς τὴν ἄκρη | τοῦ βράχου κ᾽ ἔγνεψε ψηλὰ Κ. Κρυστάλλ., Ἔργ. 1,152. Ἡ σημ. καὶ εἰς Πρόδρομ. 3,302 (ἔκδ. Hasseling - Pernot) «νεύω τὸν συψωμίτην μου, σύρωτον ἐκ τὸ ἱμὰτιν». 2) Ἐλαφρῶς κινῶ Ἀγαθον. Κὰλυμν.: Ἤγνεφεν ἡ Γοργόνα τὰ μαλλιˬά της κ᾽ ἠκαταπόντιζε τὰ καράβζα Κάλυμν. Γνέφεις τὴ βέργα Ἀγαθον. 3) Παρεκτρέπω, ἐκτρέπω, στρέφω Χίος (Καρδάμ.): Γνέφω τὸ νερὸ (ἐκτρέπω τὸ ὕδωρ ὥστε νὰ ρεύσῃ εἰς ἄλλην αὔλακα). β) Κάμπτω τι ἕλκων τοῦτο Ἄνδρ.: Γνέφω τὸ σκοινί. γ) Ἐκτρεπόμενος τῆς ἀρχικῆς κατεθύνσεως πλησιάζω, φθάνω εἴς τι μέρος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κρήτ. Σαμοθρ. Πελοπν. (Γέρμ. Κίτ. Ξηροκ.): Ὄdε θὰ περνᾷς ἀπεκεῖ, γνέψε καὶ ᾽ς τῆς θείας σου Κρήτ. Γνέφ᾽ τοὺ ζῶ᾽ Σαμοθρ. Ἐρχόμουν ἀπὸ τὸ μύλο κ᾽ ἔγνεψα ᾽ς τὸ μποστάνι Γέρμ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Βλάχ. δ) Πλησιάζω, προσεγγίζω Κρήτ. Πελοπν. (Γερμ. Κίτ.): Νὰ γνέψῃς ἀποὺ τὸ σπίτι μου νὰ σοῦ πῶ Κρήτ. Τὸ παπόρι δὲν ἄγνεψε ᾽ς τὸ Λιμένα, γιατὶ εἶχε φορτούνα Κίτ. || ᾎσμ. Χάρε μου, γνέψε σὲ χωριˬό, γνέψε σὲ κρύα βρύση (ἐκ μοιρολ.) Γέρμ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἡσύχ. «νεύει· ἐπανέρχεται ἢ μᾶλλον φεύγει». 4) Συσπῶ τοὺς μῦς τοῦ προσώπου ἐξ ὀργασμοῦ, ἐπὶ ὄνου ἰδιαιτέρως ἀλλὰ καὶ ἐπὶ γυναικὸς Κύθηρ.: Νεύει ἡ βασταγῖνα (= ὄνος) Β) Παθ., παρέχω ἐμαυτὸν ὑποκείμενον εἰς τὰ νεύματα, δέχομαι τὰ νεύματά τινος Κύπρ. Πόντ. (Ἰνέπ.) - Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 3,53: Φρ. Ὁ κλέφτης γνέφεται Ἰνέπ. Συνών. φρ. Ὁπο͜ιος ἔχει τὴ μυῖγα μυιγιˬάζεται. || ᾎσμ. Ἀποὺ τῆς νέψῃς, νεύκεται κιˬ ἀποὺ τῆς πῇς, πλανε͜ιέται Κύπρ. | Ποίημ. Θωρεῖς πὼς ἐξηβκάρτησεν τσαὶ λάμνει ᾽ς τοὺν-την στράταν, τσ᾽ ἀποὺ τῆς νέψῃ, νεύκεται, τσ᾽ ἀποὺ τῆς πῇ, πλανε͜ιέται Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/