βαθουλλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαθουλλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαθουλλώνω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) βαθ’λλώνου βόρ. ἰδιώμ. βαθουλ-λdώνου Ρόδ. βαθυλλώνω Πόντ. (Τρίπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. Βαθουλλός. Τὸ βαθυλλώνω κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἐπιθ. βαθύς.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τι κοῖλον, βαθύνω, κοιλαίνω ἔνθ’ ἀν.: Βαθουλλώνω τὸ λάκκο. Ἡ ἀρρώστιˬα τοῦ βαθούλλωσε τὰ μάτιˬα. Βαθουλλωμένα μάτιˬα σύνηθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαθένω Α1. Καὶ ἀμτβ. κοιλαίνομαι σύνηθ.: Ἀπὸ τὴν ἀρρώστια βαθούλλωσαν τὰ μάτιˬα μου. 2) Βυθίζομαι Στερελλ. (Ἀράχ.): Βάθ’λλουσα μέσ᾿ ’ς τὴ λάσπη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/