γνώθω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνώθω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γνώθω Αἴγιν. Ἤπ. Καππ. Κρήτ. (Ἀμάρ. Βάμ. Σφακ. κ.ἀ.) Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Χίος (Πυργ.) - Ι. Βενιζέλ., Παροιμ2., 264.247 Κορ., Ἄτακτ., 2.93 - Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Δημητρ. γνώθου Α. Ρουμελ. (Καρ.) Θεσσ. (Λάρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) γνώρω Καππ. (Ἀραβάν.) γνώω Καππ. (Ἀραβάν Γούρτον.) νώθω Ἤπ. Κρήτ. Κύπρ. νώχω Κύπρ. (Πάφ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γνώθω. Ὁ τύπ. νώθω καὶ εἰς Δουκ., ὁ δὲ ἀόρ. ἔνωσα εἰς Μαχαιρ. 1,230 (ἔκδ. R. Dawkins) «ὅταν ὁ καπετᾶνος ἔνωσεν τὴν ταραχὴν». Διὰ τὸν τύπ. γνώνω ἐκ τοῦ ἀορ. ἔγνωσα βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 8 (1896), 129, διὰ δὲ τὸν τύπ. νώχω βλ. Σ. Μενάρδ. αὐτόθ. 6 (1894), 160.

Σημασιολογία

1) Ἐννοῶ, ἀντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, νοιώθω Αἴγιν. Α. Ρουμελ. (Καρ.) Ἤπ. Θρᾴκ. Κρήτ. Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Χίος (Πυργ.) Ι. Βενιζέλ. ἔνθ᾽ ἀν., - Κορ., Ἄτακτ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Δημητρ.: Δὲ γνώθει (= δὲν ἐννοεῖ) Κρήτ. Ἔνωσέν τον ἕνας γεῖτος του Κύπρ. Ὅντας ἔρθες τὴ νύχτα, ἔγνασά το Πόντ. Ἐτότες ἔγνωσεν ἡ κοπελιˬὰ καὶ λέει Κρήτ. Χτζυποῦν τὰ καλ-λιˬά σου καὶ γνώθει ὁ Χάρος (καλλιˬὰ = ὑποδήματα) Καππ. Ἐν τὸ γνώθει Χίος. || Παροιμ. Ὁ φτωχὸς θαρεῖ κερδαίνει | καὶ φυρᾷ καὶ δὲν τὸ γνώθει (ἐπὶ τῶν φιλαργύρων, διὰ τοὺς ὁποίους ἡ φιλαργυρία ἀποβαίνει εἰς ζημίαν αὐτῶν τῶν ἰδίων) Αἴγιν. || Γνωμ. Πρέπ᾽ ὁ νουνὸς νά ᾽χῃ ντροπὴ κιˬ ὁ ἀναδεχτὸς νὰ γνώθῃ Ἤπ. - Ι. Βενιζέλ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾌσμ. Ἄμα μοῦ εἶπεν ἔχε ᾽γε͜ιὰν κ᾽ ἐλάμνησεν νὰ πάῃ, ἔνωσα τὴν καρτούλ-λαμ-μου ᾽πὸ μέσα πὼς ἐρράην Κύπρ. Νύχτα ᾽τουμ, πκο͜ιὸς μᾶς ἔνωσε, αὐκή ᾽τουν, τίς μᾶς εἶδεν; αὐτόθ. ᾽Κανεῖ τὸ σφιχταγκάλιˬασμα τ᾽ ἡ Εὐτοτιˬὰ μᾶς νώθει (᾽κανεῖ = εἶναι ἀρκετόν, σταμάτησε) αὐτόθ. Χτυποῦν καὶ τὰ καλ-λίκιˬα σου καὶ γνώθει μας ὁ Χάρος αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Μαχαιρ. (ἔκδ. R. Dawkins), ἔνθ᾽ ἀν. Βουστρών (ἔκδ. Κ. Σάθα, Μεσν. Βιβλ., 2.475) «καὶ γνώθοντα τὸ κορμίν του κακά, ἐθέλησε νὰ ποίσῃ διαθήκην». Πβ. Χρον. Μορ. Η. 5834 (ἔκδ. J. Schmitt) «ἐπεὶ ἀπ᾽ ἀτός μου γνώθω τὸ φταίσιμον ποὺ ἐποῖκα». Συνών. καταλαβαίνω, νο͜ιώθω, συνεικάζω. 2) Γνωρίζω Α. Ρουμελ. (Καρ.) Κρήτ. Πόντ - Λεξ. Περίδ. Μπριγκ.: ᾎσμ. Κ᾽ ἤκουσα πὼς ἕνας τ᾽ ἀλλοῦ ἐθέλασιν ἀμόσει, ἄλλη παdρε͜ιὰ καθένας τως ποτέ του νὰ μὴ γνώσῃ Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Φλώρ. καὶ Πλάτζια Φλώρ., σ. 1093 (ἔκδ. Δ. Μαυροφρ., σ. 365) «Ἐκεῖνο δὲ οὐκ ἔγνωθεν (τὸ) νὰ περπατῇ τὸν δρόμον». 3) Μανθάνω, πληροφοροῦμαι Πόντ. (Κερασ.): Νὰ μὴ τὸ γνώθ᾽ ἡ μάννα μου. 4) Ἀναγνωρίζω, διακρίνω Α. Ρουμελ. (Καρ.): || ᾎσμ. Κ᾽ ἔχω κ᾽ ἕνα φραγκόπουλο ποὺ γνώθει τοὺς ἀνέμους 5) Ἀφυπνίζω, ἐξυπνῶ καὶ ἀμτβ. ἀφυπνίζομαι, ἑξυπνῶ Κρήτ. (Ἀμάρ. Βάμ. Σφακ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.): Ἔγνωσε τὸ κοπέλι Βάμ. Ἔγνωσα ἀργὰ Κρήτ. Κοιμήσου ἥσυχα, μὰ ᾽γὼ θὰ σὲ γνώσω ᾽ς τὴν ὥρα αὐτόθ. || ᾎσμ. Τζὴν νύχτα καβαλλίκευσε ποὺρ νὰ γνώσ᾽ ἡ καλή σου (ποὺρ = πρὶν) Ἀραβάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/