γνωμάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνωμάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γνωμάζω ἀμάρτ. Μέσ. γνωμάζομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γνώμη.
Σημασιολογία
Ἐρωτῶ, συμβουλεύομαί τινα: Ὅ,τι θέλω κάνω. Κανεὶ δὲ γνωμάζομαι. Γνωμάσου καὶ σὺ τὸν bάρbα σου, νὰ ἰδῇς εἶdα θὰ σοῦ πῇ. Γνωμασμένο τὸν ἔχω ᾽ὼ τὸν ἀφέdη μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA