ἀσημοσουγιˬᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημοσουγιˬᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀσημοσουγιˬᾶς ὁ, Ἤπ. (Τσουμέρκ. κ.ἀ.) –ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 54 ἀσημουσουιˬὰ ἡ, Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀσ’μουσουιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ σουγιˬᾶς.
Σημασιολογία
Μαχαιρίδιον ἀργυροῦν ἢ ἔχον ἀργυρᾶν θήκην ἔνθ᾽ ἀν.: Οἱ ἀσ’μουσουιˬὲς εἶνι τ’ παλα͜ιοῦ κιροῦ πράματα Αἰτωλ. Τὸν ἀσημοσουγιˬά μὲ τὰ πολλὰ τ’ ἁλύσιˬα ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. ‖ ᾌσμ. Σὄφερα γυˬαλὶ καὶ χτένι κιˬ ἀσημοσουγιˬᾶ, τὸ σουγιˬᾶ νὰ καθαρίζῃς μῆλα κόκκινα Ἤπ. Νὰ γίνου κιˬ ἀσημουσουιˬὰ τὰ μῆλα σου νὰ κόβου Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA