γνώμη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνώμη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γνώμη ἡ, κοιν. καὶ Ποντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων. (Καστάν.) γνώμ᾽ σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. χνώμη Κύπρ. γνώνη Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γνέμη Πελοπν. (Βούτσ. Δίβρ. Δ. Κορινθ. Καλάβρυτ. Κλειτορ. Τρίκκ.) γνωμιˬὰ ἐνιαχ. Μακεδ. (Σιάτ.) γνώμι τό, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Εὔβ. (Στρόπον.) Πελοπν. (Λάστ.) Γεν. γνωμάτου Εὔβ. (Κουρ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γνώμη. Τὸ οὐδ. γνώμι κατὰ τὸ συνών. χούι. Ἡ γεν. γνωμάτου κατὰ τὰ γαλάτου, νομάτου κ.τ.τ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀντίληψις, κρίσις, ἄποψις, ὅ,τι τις νομίζει ὀρθὸν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων. (Καστάν. Μέλαν. κ.ἀ.): Ἔχω κ᾽ ἐγὼ τὴ γνώμη μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ γνώμη σου. Νὰ σεβαστῇς καὶ τὴ δική μου γνώμη. Θέλω καὶ τὴ γνώμη τοῦ γιˬατροῦ - τοῦ δικηγόρου. Κοινὴ γνώμη (ἡ κοινὴ συνείδησις, ἡ ἄποψις τοῦ κοινοῦ). Παίρνω-γυρεύω γνώμη. Δὲν ἔχω γνώμη πάνω ᾽ς αὐτὸ τὸ ζήτημα (δὲν ἐπιθυμῶ ἢ δὲν δύναμαι νὰ ἑκφέρω κρίσιν). Εἶμαι τῆς γνώμης σου. Ἔρχομαι μὲ τὴ γνώμη σου (συμφωνῶ). Εἶμαι μὲ δυὸ γνῶμες, νὰ τὸ κάνω ἢ νὰ μὴν τὸ κάνω (εἶμαι ἀναποφάσιστος, ἀμφιρρέπω). Δὲν ἀλλάζω γνώμη. Δὲν τοῦ γυρίζεις τὴ γνώμη (δὲν τοῦ μεταβάλλεις την περί τινος ἄποφιν). Μένει μὲ τὴ γνώμη του κοιν. Σὲ γελάει ἡ γνώμη σου (= ἀπατᾶσαι) Ἤπ. Γνῶμες γνῶμες κάνει (= εἶναι ἀσταθὴς) Βιθυν. Δὲν ξέρου τίπουτα, μὶ τ᾽ γνώμ᾽ μου τοῦ λέου Εὔβ. (Στρόπον.) Ἔτσι τ᾽ ς γυρνοῦν τ᾽ γνώμ᾽ κ᾽ ἔχ᾽ν τ᾽ν ἰδέα σ᾽ αὐτὲς Μακεδ. (Κοζ.) Παίρνει γνῶμες (συμβουλεύεται πολλοὺς) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Κ᾽ ἐγὼ τῆς ἴδιˬας γνώμης εἶμαι (= συμφωνῶ) αὐτόθ. Μήτε γνώμη δὲ παίρνει ὁ γιˬός μου Σῦρ. Δίδω τὴν γνώμην μ᾽ Κερασ. Δὲν ἔχει καλὰ γνώμιˬα (πράττει ἀνόητα) Εὔβ. (Στρόπον.) Νὰ μὴν κάνῃς τοῦ γνωμιˬοῦ σου, γιατὶ θὰ τοὺ μιτανο͜ιώσῃς αὐτόθ. Οὕλα ᾽πὸ γνωμάτου τὰ εἶπε (᾽πὸ γνωμάτου = ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας) Εὔβ. (Κουρ.) || Παροιμ. Ἀπὸ πολλῶ γνώμη ἔπαιρνε τσ᾽ ἀπὸ δική σου μὴ βγαίνῃς (ἄκουε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ πρᾶττε κατὰ τὴν ἀντίληψίν σου) Θήρ. (Οἴα) Τῶν πολλῶν τὴ γνώμ᾽ ἀγροίκα | καὶ τὴν ἐδική σου κάνε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ι. Βερέττ., Παροιμ., 87. Ἡ πρώτη γνώμ᾽ εἶν᾽ τοῦ Θεοῦ, | ἡ δεύτερη τοῦ διˬάβολου (ἐπὶ τῶν κατ᾽ ἀρχὴν καλῶς βουλευομένων, εἶτα δὲ πονηροὺς προσλαμβανόντων συμβούλους) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 106. 208. || Ποιήμ. Καλὰ τσῆ παραgείλετε, γνώμη καλὴ νὰ βγάλῃ κ᾽ ἐμεῖς θὰ τὴν ψηφίσωμε ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι Α. Κρήτ. Τὸν λέγω, εἶσ᾽ ἀκόμη παιδάκι δίχως γνώμη, δὲν ξεύρεις τί λαλεῖς Α. Χριστοπ., Ποιήμ., 92. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. βλ. Θουκυδ. 1,62,3 «ἦν δὲ ἡ γνώμη τοῦ Ἀριστέως... ἐπιτηρεῖν τοὺς Ἀθηναίους» καὶ 1,113,2 «ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν». β) Συμβουλὴ σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Τοῦ ζήτησα τὴ γνώμη του, τί νὰ κάνω, κ᾽ ἐκεῖνος δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα του νὰ μοῦ πῇ ἕνα ναὶ ἢ ἕνα ὄχι Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἀποὺ σένα δὰ πάρου γνώμ᾽ (δὰ = θὰ) Μακεδ. (Δρυμ.) Νὰ ντὶ δοῦ τσ᾽ ἐζοὺ νιˬὰ γνώνη; (νὰ σοῦ δώσω κ᾽ ἐγὼ μιὰ συμβουλή;) Μέλαν. || Φρ. Μιˬὰ γνώμη γιˬὰ τὸ χειμῶνα (εἰρων. πρὸς ἄκαιρα ἢ ἄτοποι συμβουλεύοντας, ὡσεὶ γνώμην κατάλληλον ὡς ἐφόδιον καθ᾽ ὅλον τὸν χειμῶνα) Ν. Πολίτ., Παροιμ., 4.60. || Γνωμ. Πᾶρε τοῦ γέροdος βουλήν, τοῦ παιδεμένου γνώμην Θήρ. Τὸ γνωμ. κ.ἀ. 2) Νοῦς, σύνεσις Ἤπ. (Κουκούλ. Μελιγγ. Πωγών. κ.ἀ.) Θεσσ. (Τρίκκ.) Κορσ. Μακεδ. (Βέρ. Βλάστ. Βόιον Δρυμ. Καστορ. Μοσχοπόταμ. Σέρρ.) Πόντ. (Κολων.) Σῦρ. κ.ἀ.: Αὐτὸς δὲν ἔχει γνώμη (= εἶναι ἀνόητος) Τρίκκ. Βάλι γνώμ᾽ ᾽ς τοὺ κιφά᾽ τ᾽ ς. Ἔχου γνώμ᾽ ᾽ς τοὺ κιφά᾽ μ᾽ ἰγὼ Βλἀστ. Ἔχει πολλὴ γνώμη (= εἶναι ἔξυπνος) Κορσ. Καλὴ γνώμ᾽ νὰ δώ᾽ οὑ Θιˬὸς ἀφ᾽νοῦ τ᾽ πιδιˬοῦ Κουκούλ. Νὰ μάθῃς γνώμη, νὰ μὴ κρίνῃς ἄλλη φορὰ Πωγών. || Φρ. Μὲ γνώμη ᾽ς τὸ κεφάλι (εὐχή, παραίνεσις) Ἤπ. Δὲ στέκιτι σ᾽ γνώμη τ᾽ (= εἶναι εὐήθης) Δρυμ. Ἡ γνώμη ἄλλουν ἀνεβαί ἀποὺ τὰ πουδάριˬα κιˬ ἀργάει νὰ φτάσῃ ᾽ς τοὺ κιφά᾽, κιˬ ἄλλουν μπαί᾽ ἀπ᾽ τοὺ κιφά᾽ Ἤπ. || Παροιμ. Ὑστερνή μου γνώμη νὰ σ᾽ εἶχα πρῶτα (ὅτι ἡ ὑστερνὴ γνώμη εἶναι καλυτέρα ἀπὸ τὴν προηγουμένην. Πβ. τὸ ἀρχ. «ψεύδει γὰρ ἡ ἐπίνοια τὴν προτέραν γνώμην») Ἤπ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλαγγ. πολλαχ Ἡ ᾽ναῖκα μαλλιˬὰ μακριˬὰ κὶ γνώμ᾽ λί᾽ Βέρ. Μεγάλα μαλλιˬά, κουντὴ γνώμ᾽ (σκωπτικῶς πρὸς τὰς γυναῖκας) Σέρρ. Ἄντρας μὶ μουστάκιˬα κὶ γυναῖκαμὶ βυζιˬὰ γνώμ᾽ δὲ μαθαίνουν (ὅτι εἰς προβεβηκυῖαν ἡλικίαν ὁ συνετισμὸς εἶναι ἀδύνατος) αὐτόθ. || ᾎσμ. Μάννα ζουρλή, μάννα τρελλή, μάννα μὲ δίχως γνώμη Βόιον. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Θουκυδ. 1,91,5 «ὅσα αὖ μετ᾽ ἐκείνων βουλεύεσθαι, οὐδενὸς ὕστερο γνώμῃ φανῆναι», καὶ Πλούτ., Ἀλέξανδρ. 16 «ἵππους ἐλαύνων καὶ διὰ ᾽ρεύματος παραφέροντος καὶ περικλύζοντος ἔδοξε μανιακὥς καὶ πρὸς ἀπόνοιαν μᾶλλον ἢ γνώμῃ στρατηγεῖν». β) Μνήμη Μακεδ. (Ἄσσηρ. κ.ἀ.): Βαστῶ ᾽ς τὴ γνώμη μ᾽ (= ἐνθυμοῦμαι). 3) Διάθεσις, προαίρεσις, ἐπιθυμία, προτίμησις, τὸ ἦθος κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Ἔχει καλὴ-κακὴ γνώμη. Εἶναι καλῆς-κακῆς γνώμης ἄνθρωπος. Εἶναι ἡ γνώμη του καλὴ-κακὴ κοιν. Μὰ σὺ μοῦ μο͜ιάζεις κὶ ᾽ς τσὶ γνῶμες μου ἀκόμη (ἔχεις τὰς ἰδίας προτιμήσεις) Κρήτ. (Σφακ.) Τὰ τραυάει ᾽ποὺ τὴ γνώμη του (ἐξ ἑαυτοῦ, ἐξ ἰδίας ὑπαιτιότητος ὑποφέρει) Μακεδ. Ἡ γνώμ᾽ ἀτ᾽ καλὸν ἕν᾽ Πόντ. Τί γνώμη εἶν᾽ αὐτὴ πὄχεις; Βιθυν. Δὲν ἔχ᾽ ὁ Τόλης γνώμη γιˬὰ γράμματα Ἤπ. (Μαργαρ.) Μωρὴ, μὰ δὲ βαστε͜ιέσαι νὰ dὴ δείχνῃς dὴ γνώμη σ᾽ ἀbρὸς ᾽ς τὸ gόσμο; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἦτο ἡ γνώμη του καὶ πρέπει νὰ dὴ gρατήσω Κορσ. Ἔ᾽ καλὰ γνώμιˬα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Καραβουκύρ᾽ς ᾽ς τ᾽ν ἀρχὴ δὲν ἔστριγι, κὶ ᾽κεῖνους καηˬμένους εἶδγι κ᾽ ἔπαθι ὅσου νὰ τοὺν κάμ᾽ τὰ γνώμιˬα τ᾽ αὐτόθ. Ὄ ᾽ν᾽ ἔχου κά᾽ γνώνη (δὲν ἔχει καλὸν ἦθος, χαρακτῆρα) Μέλαν. Τραγουδοῦν τὴ γνώμη του τὴν καλόπιˬαστη, τὴν περηφάνε͜ια του τὴν καταδεχτικὴ Γ. Βλαχογιάνν., Λόγ. καὶ ἀντίλογ., 78. || Φρ. Τοῦ ἔκανα τὴ γνώμη ἢ τοῦ ἔγινε ἡ γνώμη (ἐξετελέσθη ἡ ἐπιθυμία του) Δὲ σοῦ χαλάει τὴ γνώμη (συμφωνεῖ μὲ τὰς ἀπόψεις σου ἢ σοῦ ἐκπληροῖ τὰς ἐπιθυμίας) κοιν. ᾽ ἐπμποῖτ᾽σε τὰ γνώνη (τοῦ ἔκαμε τὴν γνώμην, τοῦ ἐπραγματοποίησε τὴν ἐπιθυμίαν) Μέλαν. || Παροιμ. Κορμὶ καὶ πρόσωπο θωρῶ καὶ γνώμη δὲν ἠξέρω (ὅτι ἐκ τῆς ἁπλῆς ἐμφανίσεως δὲν δύναταί τις νὰ κρίνῃ περὶ τοῦ χαρακτῆρος) Πελοπν. (Μάν.) Κατὰ τὸ μπόι μ᾽ ηὗρα, κατὰ τὴ γνώμη μ᾽ δὲν ηὗρα (ὅτι εὑρίσκει τις ὁμοίους τὴν ἐμφάνισιν, ὄχι ὅμως καὶ τὸν χαρακτῆρα) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πολλοὺς εἶα ᾽ς τὸ μbόιμ μου, μὰ ᾽ς τὴ γνώμημ-μου ὄχι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κάσ. Ἡ γνώμη ἔμ᾽ ᾽πουκάτω ᾽ποὺ τὴψ ψυὴν (ὅτι δυσκόλως ἀποκαλύπτεται ὁ χαρακτὴρ) Κύπρ. Ἄνθρωπος ἀνθρώπου μο͜͜ιάζει | καὶ ᾽ς τὴ γνώμη δὲν ταιριάζει Ἀθῆν. || Γνωμ. Ἄνθρωπος μὲ τὴ γνώμη dου μισέται κιˬ ἀγαπε͜ιέται (αἱ ἀρεταὶ καὶ τὰ προτερήματα ἑλκύουν την συμπάθειαν τῶν ἄλλων, ἐνῷ τοὐναντίον ὁ κακὸς χαρακτὴρ προκαλεῖ τὸ μῖσος) Κρήτ. (Σιν.) || ᾌσμ. Σώπα, παραπονιˬάρη μου, κ᾽ ἡ γνώμη σου θὰ γίνῃ Κρήτ. Οὕλου τοὺ gόσμου κάλισαν κι οὕλου τ᾽ ἀρχουdουλόγι, τοὺ Διγινῆ δὲ gάλισαν ἀπ᾽ τὴ gακή του γνώμη Λῆμν. (Πλάκ.) ᾽Èν τό ᾽ρπιζα ἡ ἀγαπῶ νὰ ἔῃ τέθκο͜ιαν γνώμην Κύπρ. Μὰ ἂν εἶναι πιˬὸ καλύτερος ᾽ς τὴ γνώμη καὶ ᾽ς τὰ κάλλη, τότε δὰ πά᾽ νὰ σκοτωθῶ, κόκκινο πορτακάλλι! (δὰ = θὰ) Κρήτ. (Ἀρχάν.) Τὰ μάθκιˬα χαμηλ-λώνεις καὶ τὴ μανdηλωσιˬὰ, τὴν ἔρημή σου γνώμη ᾽ὲν νdηνε ᾽λ-λάσσεις πιˬὰ Κῶς (Πυλ.) Ἐσὺ μ᾽ αὐτὴ νdὴ γνώμη καὶ ᾽βὼ μ᾽ αὐτὸ νdὸ ν-νοῦ νὰ δοῦμε πκο͜ιός θὰ π-έσῃ μιν-νέτ-ι νd᾽ ἀλλουνοῦ (᾽βὼ = ἐγὼ) αὐτόθ. ᾽Σ τὴν ἰμουρφιˬά, ᾽ς τὴν -ι-γνουμιˬὰ κάλλιˬα ᾽ι οὑ Παναιώτης Μακεδ. (Σιάτ.) Ἐγὼ γιˬὰ τὴν ἀγάπη σου, γιˬὰ τὴν καλή σου γνώμη πῆρα τὰ δάκρυˬα δανεικά, τὰ μοιριˬολόιˬα ξένα (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ποτέ σου νὰ μὴ χαίρεσαι τοῦ πρώτου χρόνου ἀγάπη, μόνο τσὶ τρεῖς, τσὶ τέσσερεις τὴ γνώμη dου νὰ μάθῃς Κρήτ. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ Θουκυδ. 2,43.4 «μνήμη παρ᾽ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται». Πβ. καλόγνωμος, κακόγνωμος, κερδόγνωμος, σκληρόγνωμος. β) Αὐτὸς οὗτος ὁ καλὸς χαρακτήρ, τὸ καλὸν ἦθος Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.): Κεῖνους ποὺ ἔχ᾽ γνώμιˬα. Ἀντίθ. ἄγνωμος. γ) Ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη Σύμ.: Ἔχει γνώμη (= εἶναι ἰσχυρογνώμων). δ) Ἡ ὀργὴ Νίσυρ.: Μάννα μου, γνώμη πού ᾽χει! 4) Ἡ σύζυγος τοῦ ναννοφανοῦς δαίμονος Γνώμου Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA