βαθυ-
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθυ-
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βαθυ- ἐπίρρ. μόνον ὡς α’ συνθετ. ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαθύς.
Σημασιολογία
Συντίθεται μετὰ ρημάτων ἢ μετοχῶν πρὸς ἐπίτασιν τῆς σημασίας των, οἷον: βαθυσκάβω, βαθυσυλλογισμένος κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA