βαθυβολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθυβολῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαθυβολῶ Κρήτ. Πόντ. (Κερασ.) βαθυβολίζω Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *βαθύβολος ἢ ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαθὺς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -βολῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 22 (1910) 242 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ὀργώνω βαθέως Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): ᾎσμ. Τὰ βούδ εἶν᾽ δρακοντικὰ κι ὁ ζευγηλάτης δράκως, βαθυβολεῖ τ᾿ ἀλέτριν ἀτ’, ᾿ς τὸ ξένον τ᾿ αἷμαν βάφτει, βαθυβολεῖ τ᾽ ἀλέτριν ἀτ᾽ κ᾽ ἐβγάλλει ἀβραόνας Κερασ. Ἐν παραλλαγῇ Τραπεζοῦντος: Βαθυβολίζ’ τ’ ἀλέτριν ἀτ’ κττ. 2) Προχωρῶ εἰς βάθος Κρήτ.: Σὰν ἐβαθυβόλε͜ιε ἡ νύχτα, ἦρθαν οἱ--ἀνεράιδες μὲ τὰ κοφίνιˬα ᾽ς τὸ νῶμο καὶ μὲ τὰ κόπανα ᾽ς τὰ χέριˬα (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA