γνωμικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνωμικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γνωμικὸς ἐπίθ. Ἤπ. (Δωδών. Κωστάν. Μελιγγ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Κεσάν. Σουφλ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀρεόπ. Ξηροκ. κ.ἀ.) – Λεξ Βάιγ. Περίδ. γνωμ᾽κὸς Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) γνουμικὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἁλμυρ. Ἀνατολ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Λῆμν. Μακεδ. (Ἄσσηρ. Βλάστ. Βόιον Γρεβεν. Ἐπανωμ. Ἐράτυρ. Θεσσαλον. Καστορ. Νάουσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.) Τὸ οὐδ. καὶ ὡς οὐσ. γνωμικὸ τό, Θρᾴκ. Πελοπν. (Ἀρεόπ. Λακων. Μάν. Κουτήφ.) Σκῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γνώμη. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ. Διὰ τὴν χρῆσιν τοῦ οὺδ. ὡς οὐσ. πβ. ἀγαθό, ἐμποδιˬακό, φυσικό. Ἡ λ. κατὰ πληθ. καὶ εἰς Ἔπαιν. γυναικ., 381.175 (ἔκδ. K. Krumbacher).

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων ὀρθὴν γνώμην, κρίσιν, ὁ συνετός, σώφρων Ἤπ. (Ζαγόρ. Κωστάν. Μελιγγ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἁλμυρ. Ἀνατολ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κεσάν. Σουφλ. κ.ἀ.) Λῆμν. Μακεδ. (Ἄσσηρ. Βλάστ. Βόιον Γρεβεν. Δρυμ. Ἐπανωμ. Ἐράτυρ. Θεσσαλον. Καστορ. Νάουσ. Σιάτ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) - Λεξ. Βάιγ Περίδ.: Γνωμικὸς ἄνθρωπος, γνωμικὸ παιδὶ (συνετός, νουνεχὴς) Αἰτωλ. Κεῖνου εἶι πουλὺ γνουμ᾽κὸ πιδὶ Ἀδριανούπ. Ὁ Νάος εἶναι γνωμικὸ πιδί, ἡ μαυρονιˬὰ ἡ ἀδερφή του εἶναι ντὶπ μισὴ (= τρελλὴ) Ἤπ. || Παροιμ. Ἐλᾶτε, γνωμ᾽κοί, νὰ φᾶτε τοῦ λωλοῦ τοὺ βιˬὸς (ἐπὶ τῶν ἐπιτηδείων οἱ ὁποῖοι ἐκμεταλλεύονται τοὺς ἀφελεῖς) Νάουσ. Συνών. Παροιμ. Ἐλᾶτε, γνωστικοί, νὰ φᾶτε τοῦ τρελλοῦ τὸ βιˬὸς. Ὥσπου νὰ σκεφτῇ οὑ γνουμ᾽κός, οὑ ζουρλὸς πααίνει κὶ γυρνάει (ἡ ἀποφασιστικότης βοηθεῖ τοὺς τολμηροὺς) Ἐράτυρ. Ὥσπου νὰ σκιφτῇ οὑ γνουμ᾽κός, τοὺ π᾽δάει τοὺ χαντά᾽ οὑ ζουρλὸς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Βόιον. Ὅσου νὰ συλλουιˬάσ᾽ν οἱ γνουμ᾽κοί, οἱ παλαβοὶ περνοῦν κουτά᾽ τοὺν κιρό τ᾽ς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἀνατ. Κάλλιˬα γνωμικὸς πάρα ἀντρε͜ιωμένος (προτιμοτέρα ἡ σύνεσις ἀπὸ τὴν ἀνδρείαν) Ἤπ. Συνών, παροιμ. Κάλλιˬο νεργεμένος πέρι ἀντρε͜ιωμένος || ᾌσμ. Εἶν᾽ ὄμορφος καὶ γνωμικός, εἶναι καὶ παλληκάρι Κωστάν. Ἦταν ᾽ς τὴ γνώμη τ᾽ γνουμικός, ᾽ς τοὺ βιˬό του ξακουσμένους Σουφλ. Ξύπνα, ἐρωτικὸ πουλλὶ καὶ γνωμικὸ κεφάλι, κ᾽ ἔχω δυˬὸ λόγιˬα νὰ σὶ πῶ, κι ἀποκοιμήσου πάλι Θρᾴκ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. Συνών. γνωστικός, ἐνεργεμένος, μυˬαλωμένος. β) Εὐφυὴς Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Σ᾽λλὶ γνουμικό. Συνών. ἔξυπνος. γ) Καλὸς τὴν γνώμην, τὸ ἦθος, τὸν χαρακτῆρα Λῆμν.: Εἶνι γνουμ᾽κὸς ἄθρουπους οὑ δήμαρχους. Συνών. βολικός, καλόγνωμος, καλόκαρδος, καλοσυνόριˬαστος. 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ἡ γνώμη ὡς χαρακτηριστικὸν τῆς καθόλου γνώμης ἢ τοῦ ἤθους τινὸς Θρᾴκ. Πελοπν. (Ἀρεόπ. Κουτήφ. Λακων. Μάν. Ξηροκ.) Σκῦρ. - Λεξ. Δημήτρ.: Κατάλαβα τὰ γνωμικά του Θρᾴκ. Ἔχει καλὸ γνωμικὸ (= ἔχει καλὸν χαρακτῆρα) Μάν. Συνών. φρ. Εἶναι καλόγνωμος. Ἡ νύφη μας δὲν εἶναι ὄμορφη, ἀλλά ἔχει καλὸ γνωμικὸ αὐτόθ. || Παροιμ. Ὄπου κάμῃ ξένο γνωμικό, χαλᾷ τὸ δικό του (ἐπὶ τῶν ἐξυπηρετούντων ἄλλους ἐνῷ οἱ ἴδιοι ζημιοῦνται) Μάν. Ὅπου τὸ ξένο γνωμικὸ φτε͜ιάσῃ, τὸ δικό του θὲ νὰ χαλάσῃ (ὁμοίως) Λακων. || ᾌσμ. Γαμπρέ, βλαστὲ τῆς λεμονιˬᾶς τσαὶ ἄνθος τῆς κανέλας, τὰ γνωμικά σου τὰ καλὰ δὲν τά ᾽χει ἄλλος κανένας Σκῦρ. Ἂς εἶναι μὲ τὴ γνώμη σου | καὶ μ᾽ ὅλο σου τὸ γνωμικὸ Κουτήφ. Μὲ τὸ κουdούνι ᾽ς τὸ λαιμό, | μὲ τὸ δικό σου γνωμικὸ (ἐκ μοιρολ.) Μάν. Ἤτανε μὲ τὴ γνώμη σου | καὶ μ᾽ ὅλο σου τὸ γνωμικὸ (ὁμοίως) αὐτόθ. Τὸ λὲς μὲ τὴν ἀλήθε͜ιά σου | καὶ μ᾽ ὅλο σου τὸ γνωμικὸ νὰ χωριστοῦμε ἐτσαδά; (ὁμοίως) αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Ἔπαιν. γυναικ., ἔνθ᾽ ἀν. «νὰ τοὺς ἀλλάξῃ ἐκεῖνο | τὸ ἔχουσιν εἰς τὰ γνωμικά καὶ εἰς τὴν κακὴν τους φύσι». 3) Ἡ καλὴ, ὀρθὴ κρίσις, ἡ λογικὴ Θρᾴκ.: Θά ᾽ρθῃ ᾽ς τὰ γνωμικά τ᾽. Συνών. φρ. Θά ρθῃ᾽ς τὰ καλά του. Θά ᾽ρθῃ ᾽ς τὰ λογικά του. 4) Μετὰ τοῦ γίνομαι ἢ κάνω, ἡ ἐπιθυμία, ἡ θέλησις Πελοπν. (Μάν.) - Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Ἔ, μαυρισμένε μου καφὲ, | τὰ γνωμικά τους ἔκαμες (καφὲ = ἀδελφέ· ἐκ μοιρολ.) Μάν. 5) Γνώμη, ἀξίωμα, ἀπόφθεγμα πρακτικῆς φύσεως λόγ. κοιν. 6) Ἡ συγκατάθεσις Πελοπν. (Ἀρεόπ.): Τό ᾽καμε χωρὶς δικό μου γνωμικό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/