βαθυγάλαζιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαθυγάλαζιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαθυγάλαζιˬος ἐπίθ. ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάν. 178 βαθυγάλαζος Θρᾴκ. (Κασταν.) κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. 348 βαθεˬογάλαζος Λεξ. Πρω. (λ. βαθυκύανος).

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ἐπιθ. βαθὺς καὶ γαλάζιος.

Σημασιολογία

Βαθυγάλανος, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Βαθυγάλαζιˬο ὕφασμα ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Ζεμπούλι μου βαθυγάλαζο μέσα ’ς τὰ λουλουδάκια, μοναχογιˬὸς ξεχωριστὸς μέσ᾿ 'ς τὰ παλληκαράκιˬα Κασταν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/