ἀσημοτάσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημοτάσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσημοτάσι τό, ἀμάρτ. ’σαμότασιν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ τάσι.
Σημασιολογία
Ἀργυροῦν κύπελλον: Τάσιν μου, ’σαμότασιν, φέρ’ μου πεήντα λοιˬῶν φαγε͜ιὰ νὰ φάω, γιˬατ᾿ εἶμαι πεινασμένος (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA