γνωρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνωρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γνωρίζω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Μαρτ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. κ.ἀ.) γνωρίζ-ζω Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Χίος (Μάρμαρ.) γνωρίντζω Ἀγαθον. Ἀστυπ. Σίφν. Σύμ. γνωρίζου Εὔβ. (Βρὑσ.) Πελοπν. (Μάν.) γνωρίζ-ζου Εὔβ. (Κουρ.) γνουρίζω Σκῦρ. Στερελλ. (Λοκρ.) γνουρίζου βόρ. ἰδιώμ. γνουρίω Θεσσ. Κρήν.) Λέσβ. γνουίιζου Σαμοθρ. γνωρίζω ᾽μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γνουρίζω ᾽μα Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) ἐγνωρίζω Ἤπ. Κάρπ. Κύπρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σούρμ. Σταυρ. Χαλδ. Τραπ.) Χίος (Μεστ.) ἐγνωρίζου Πελοπν. (Μάν.) ἐγνωρίντζω Πάτμ. ἐγνωρίου Χίος (Μεστ.) ἠγνωρίζω Κύπρ. Μεγίστ. ἠγνουρίζου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀγνωρίζω Κρήτ. (Ἡράκλ. κ.ἀ.) Κύπρ. Πόντ. (Χαλδ.) ἀγνωρίζου Μακεδ. (Βαρβάρ. Βόιον Ἐλάτ. Κατάκαλ. Δαμασκην. Κοζ. κ.ἀ.) ἀγνουρίζω Μακεδ. (Νιγρίτ.) ἀγνουρίζου Μακεδ. (Ἄνω Κώμ. Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Καρπερ. Κατάκαλ. Κοζ. Ρουμλ. Τριφύλλ. Χαλκιδ.) ἀgνωρίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀκνωρίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀχνωρίζω Κύπρ. ἀνγνωρίζω Κύπρ. χνωρίζω Κρήτ. Κύπρ. νωρίζω Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Φάρασ.) ἐν-νωρίζω Ἀπουλ. ἀνωρίζω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) άν-νωρίζω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀν-νωρίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ν-νωρίνdζω Ἀπουλ. (Καλημ.) ἀν-νωρίdζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐν-νωρίdνζω Ἀπουλ. (Καλημ.) γρωνίζω πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Ροχούδ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ. Ἀργυρόπ. κ.ἀ.) γρωνίζου Ἄνδρ. (Κόρθ.) Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ.) γρωνίζ-ζω Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Σύμ. Χίος (Βέσ.) γρωνίτζω Κάρπ. Κάσ. Σίφν. Σύμ. Φολέγ. γρωνίντζω Ἀστυπ. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Λέρ. Χίος (Διδύμ. Νένητ. Ὄλυμπ.) gρωνίζω Καλαβρ. (Μπόβ.) Κρήτ. Κύπρ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. γρουνίζου Α. Ρουμελ. (Μέγα Μοναστήρ.) Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Δωδών.) Θρᾴκ. (Δαδ. Διδυμότ.) Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Μακεδ. (Φλόρ.) Τῆν. γρουνίν-νω Λυκ. (Λιβύσσ.) gρουνίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐγρωνίζω Κάσ. Κύπρ. Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) Χίος (Ὄλυμπ.) ἐγρωνίντζω Σύμ. Πάτμ. Χίος (Ἅγιος Γεώργ. Ὄλυμπ.) ἐγρωνίντζω Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ἐγρουνίζω Κύπρ. ἀγρωνίζω Α. Ρουμελ. (Καρ.) Θρᾴκ. (Δαδ. Διδυμότ.) Κύπρ. (Κυθρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον) αγρωνίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀγρωνίσζω Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν.) ἀgρωνίσζω Καλαβρ. ἀgρωνίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀgρωνίdζω Καλαβρ. (Μπόβ.) χρωνίζω Κάρπ. Κύπρ. Σίφν. Στερελλ. (Λοκρ.) Σύμ. Τῆλ. - Ι. Βηλαρ., Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 39 Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 53 ἐχρωνίζω Κύπρ. (Κυθρ.) Μακεδ. ἠγρωνίζω Ἀστυπ. ἠχρωνίζω Κύπρ. ἀχρωνίζω Κύπρ. gρανίζω Χίος (Πυργ.) γουρνίζω Πελοπν. (Μοναστηρ.) γουρνίζου Ἤπ. Λέσβ. Μακεδ. (Βέντσ.) γουρουνίζω Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Κύπρ. Μακεδ. ἀρνωρίσζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀν-νωρίω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐργωνίζω Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) γνωρῶ Σύμ. Χίος ἐγνωρῶ Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) γνωρζῶ Πάρ. (Λευκ.) γρουνῶ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἠγρουνῶ Λυκ. (Λιβύσσ.) γνώρω Καππ. (Ἀραβάν.) νιˬουίζουρ ἔνι Τσακων. (Μελαν. κ.ἀ.) Ἀόρ γνούρ᾽κα Σκῦρ. ἀνωρία Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐνιˬουία Τσακων. (Μέλαν.) Παθ. γνωρισκοῦμαι Πόντ. ἐγνωρισκοῦμαι Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἐργωνίγομαι Πόντ. (Κερασ.) γρωνε͜ιόται Καππ. (Ἀνακ.) Παρατ. ἐγνωρίζουμαι Πόντ. (Ἀργυρόπ.) Α΄ πληθ. ἐγνωριζομάστανε Πελοπν. (Κυνουρ.) Παθ. ἀόρ. ἐγνωρίγα Πόντ. (Ἀργυρόπ.) ἐγνωρέθανε Πόντ. (Σούρμ.) Μετοχ. γνωριζόμενος Πελοπν. (Πάτρ.) γνωριζούμενος Κεφαλλ. κ.ἀ. γνωριζάμενος Ἀμοργ. Ἄνδρ. Εὔβ. (Πλατανιστ.) Ἰόνιοι Νῆσ. Ἰων. (Κρήν.) Κύθν. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ. γνωριζάμινους Λῆμν. γνωρ᾽ζάμενος Λευκ. (Φτερν. κ.ἀ.) ἀγνωριζάμενος Κύπρ. γνουριζάμενος Σκῦρ. γνουιιζάμινους Σαμοθρ. γνουρ᾽ζάμενο Σκῦρ. γνουρ᾽ζάμινους Σκῦρ. Λέσβ. (Πάμφιλ.) γνωρισάμενος Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ἴος νιˬουισκούμενε Τσακων. (Μέλαν.) γνωρισμένος πολλαχ. ἀγνωρισμένο Καλαβρ. (Μπόβ.) αγρωνιμμένο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀgρωνιμ-μένο Καλαβρ. (Μπόβ.) ν-νωριμ-μένο Καλαβρ. (Γαλλικ).
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. γνωρίζω Διὰ τὸν τύπ. ἐγνωρίζω βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,139. Ὁ τύπ. καὶ εἰς Χρον. Μορ. στ. 949 (ἔκδ. J. Schmitt) «τοσούτην ἀδιάκρισιν, νὰ μὴ τὸ ἐγνωρίζω». Ὁ τύπ. γρωνίζω καὶ εἰς Δουκ., ὁ ἀγρωνίζω εἰς Μαχαιρ. 1,4 (ἔκδ. R. Dawkins) «καὶ πῶς ἀγρώνισεν τοῦ Χριστοῦ ἀπὲ τοὺς λῃστάδας», ὁ ἐγρωνίζω εἰς Σάθ., Μεσ. Βιβλ., 2,607 κ.ἀ., ἀγρωνιζάμενος εἰς Μαχαιρ., 1,436 «ὡς χρέος ἀγρωνιζάμενον εἰς τὴν αὐλήν». Ὁ τύπ. ἐγνωρῶ ἐκ τοῦ ἀορίστου.
Σημασιολογία
1) Καθιστῶ τι γνωστὸν καὶ μέσ. καθίσταμαι γνωστὸς κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.): Νὰ σοῦ γνωρίσω τὸν τάδε. Ἐγνώρισα πολλοὺς σήμερα. Εἴχαμε γνωριστῆ πέρυσι κοιν. Χωρὶς δουλε͜ιὰ δὲν ἔμ᾽νισκε ποτές, γιˬατ᾽ ἦταν γνωρισμένος ᾽ς τὰ Γιˬάννενα Ἤπ. (Κόνιτσ.) Δὲν ἤθιλι ἀκόμα νὰ γρου᾽ στῇ πο͜ιός ἦταν Μακεδ. Ἐβὼ ἐν-νώρισα τὸν ἀνιτσιˬό σ-σου Καλημ. Κοιμ᾽θήκαμι σὶ σπίτ᾽ γνουρ᾽ζάμινου (= γνωστὸν) Σαμοθρ. Ἤταϊ φίλοι μ᾽ ἐτηνέι, γνουριζόμ᾽νοι τάνι πολὺ μ᾽ ἐντηνένι (ἦσαν φίλοι μ᾽ ἐκεῖνον, ἐγνωρίζοντο πολὺ) Χαβουτσ. 2) Γινώσκω, ἐπίσταμαι, ἔχω γνῶσίν τινος λόγ. κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Καρδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ. κ.ἀ.): Γνωρίζω χορὸ - κολύμπι - ράψιμο κ.τ.λ. Γνωρίζω νὰ ντύνωμαι - νὰ φέρωμαι - νὰ τρώγω κοιν. Τὸν γνωρίζω καλά. Τὸν γνωρίζω ἀπὸ παιδί. Γνωριζόμαστε ἀπὸ τὸ σχολεῖο κοιν. ᾽Κὶ γνωρίζω (= δὲν γνωρίζω, ἀγνοῶ) Τραπ. Δὲν dὴ γνωρίζω καθόλου Μεγίστ. Γνωριστήκαμε σ᾽ ἕνα σπίτι Πελοπν. (Κυνουρ.) Αὐτὴ ἡ κόρη θὰ γνωρίζῃ νὰ μοῦ ξεδηλήσῃ τὸ μῦθο (ξεδηλήσῃ = φανερώσῃ) Νίσυρ. Ἐκαμώθηκε πὼς δὲ μὲ γνωρίζει Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οἱ νουνοὶ π᾽ βάφτ᾽ζαν τὰ πιδιˬὰ γνώρ᾽ζαν τί ὄνομα θὰ τ᾽ βγάλ᾽ν Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Ἀφοῦ δὲ γρωνίζω γράμματα βέβγιˬα, λαθεύγω ᾽ς τσὶ λογαριασμοί μου Μῆλ. Σἂν ἔχῃς μερμηγκιˬές, φάε μερμηγκοχόρταρον, μὰ ᾽ὲν πρέπει νὰ γνουρίζῃς ἐτοῦτο, νὰ τὸ ρίξουνε ᾽ς τὸ φαΐν σου γιˬὰ ᾽ς τὸ βραστικόν σου (βραστικὸν = πρωϊνὸν ρόφημα) Χίος. || Φρ. Τόνε γνωρίζω αὐτὸν ἀπὸ τὴν καλὴ κοιν. Συνών. φρ. Τὸν ξέρω ἀπὸ τὴν καλή. Τὸν γνωρίζουν καὶ τὰ μικρὰ παιδιˬὰ - κ᾽ οἱ πέτρες (ἐπὶ προσώπων λίαν γνωστῶν εἰς ὅλους) κοιν. || Παροιμ. φρ. Τὸ κουνῶ, τὸ νανουρίζω, | τίνος εἶναι δὲ γνωρίζω (εἰρωνικῶς ἐπὶ τῶν εὐήθων οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν συνείδησιν τῶν πράξεών των) Ἰθάκ. || Παροιμ. Δὲ γνωρίζει τὸ σκυλλὶ τὸν ἀφέντη του (ἐπὶ πλήρους ἀκαταστασίας πραγμάτων ἢ συγχύσεως ἰδεῶν) κοιν. Ὁ κύλλον τὴμ μάνναν ἀτ ᾽κ᾽ ἐγνωρίζει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. Δὲν γνωρίζει ἡ μάννα τὸ παιδὶ (ἐπὶ μεγάλης ἀναταραχῆς) Ἤπ. Τοὺ σ᾽λλὶ δὲν γρωνίζ᾽ Τετράδ᾽ (ἐπὶ ἀτόμου ἀδιαφόρου διὰ τοὺς ἄλλους καὶ λίαν ἀτομιστοῦ) Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Ἡ γελάδα ποὺ πηδε͜ιέται τὰ δαμάλιˬα τὴ γνωρίζουνε (ἐπὶ τῶν καθιστάντων ἐμφανεῖς τὰς ἐπιθυμίας των) Πελοπν. (Γέρμ.) || Γνωμ. Θέλεις νὰ τόνε γνωρίσῃς; | dήρησε τὴ συdροφιˬά του Κρήτ. (Νεάπ.) ᾽Σ σὴν ἀνεφορίαν τὸ σύντεκνον ἀτ᾽ ᾽κ᾽ ἐγνωρίζ᾽ καὶ ᾽ς σὴν κατεφορίαν τὸ γάιδαρον (ἐπὶ τοῦ προσποιουμένου ἕνεκα συμφέροντος ἄγνοιαν προσώπων καὶ πραγμάτων) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ) || ᾌσμ. Πο͜ιός ἠγνωρίζει ᾽κεῖ χαμαὶ εἶντα λογῆς ἐκάμαν Κύπρ. Κ᾽ ἐγιˬὼ τὸν παίδιˬον ᾽π᾽ ἀαπῶ καλὰ τὸν ἀχνωρίζω αὐτόθ. Ἡ γλῶσσα μου εἶναι κοντή, νὰ τραγουδᾷ γνωρίζει Κῶς Πολλὴ ἔν᾽ ἀγάπη ᾽ποὺ ᾽βὼ σοῦ βαστῶ, νώρισο πόσα γιˬὰ σένα πατέω (πατέω = ὑποφέρω) Καλημ. Φαρτσαμέντε ᾽ὸ ἀκ-κουσ-σέανε, σέντα τίς πω ᾽ν ᾽ὸν αννωρίσῃ (φαρτσαμέντε = ψευδῶς, ἀκ-κουσ-σέανε = κατηγόρουν) αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Γαδάρ. διήγ., στ. 173-175 (ἔκδ. Wagner, σ. 129) «καλὰ νὰ ἐγνωρίζετε, συντρόφοι ἐδικοί μου, | τοῦτα ποὺ μέλλει νὰ γενῇ, ἐπόνειε ἡ ψυχή μου». Συνών. ἀπεικάζω 8, ξέρω. β) Ἔχω πεῖράν τινος, δεξιότητα, ἱκανότητα περί τι σύνηθ.: Γνωρίζω ἀπὸ φαῒ - ἀπὸ γλυκύσματα - ἀπὸ μελέτη - ἀπὸ διˬάβασμα - ἀπὸ καιρὸ - ἀπὸ θάλασσα - ἀπὸ περπάτημα - ἀπὸ πολιτικὴ - ἀπὸ φτώχε͜ια. Γνωρίζω καλὰ τὸν κόσμο κοιν. Γνωρίζω τοὺς Μυκονιˬᾶτες καλὰ Ἀμοργ. Ἅμα θωρῇς τ᾽ ἀπομεσήμερο καὶ φυσᾷ bαχαρία, τὸ πρωῒ σίγουρα θὰ φυσήξῃ μελτέμι κατὰ ποὺ λέν᾽ ἐκεῖνοι ποὺ γρωνίζουνε (bαχαρία = ζέφυρος, μπάτης) Μῆλ. Ἀφοῦ γρωνίζω τὴ δουλε͜ιά, τὰ παπούτσιˬα μου τὰ μετζεσολιˬάζω μοναχός μου αὐτόθ. Ἀπὸ τσ᾽ ἕξε πρῶτες μέρες τ᾽ Ἀγούστου αὶ τσ᾽ ἕξε τελευταῖες γνωρίζουνε τὸ gαιρὸ Κρήτ. (Μεραμβ.) || Γνωρίζω μοῖρα (= ὑπανδρεύομαι) Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὤ, ποὺ νὰ μὴ γνωρίσῃ μοῖρα (ἀρὰ) Κρήτ. (Νεάπ.) Δὲν ἐγνώρισε ἄντρα-γυναῖκα (δὲν ἔχει πεῖραν ἀφροδισιακὴν) κοιν. || Παροιμ. Χαρὰ ᾽ς τὸν ποὺ γνωρίζει γυˬαλί, μαλλὶ καὶ σίδερο (εἶναι εὐτυχὴς ὁ κάτοχος γνώσεων σχετικῶν μὲ πολυτίμους λίθους, ὑφάσματα καὶ μέταλλα) Πελοπν. || ᾌσμ. Ἔχω κ᾽ ἕνα ναυτόπουλο ποὺ τοὺς καιροὺς γνωρίζει Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., σ. 128, 14. Εἶχαν καὶ τρία μουτσόπουλα ᾽ποὺ τοὺς καιροὺς γρωνίζουν Τῆλ. Κιˬ ἂν τὸ εἶπε ὁ ἥλιˬος, νὰ μὴ βγῇ, τ᾽ ἄστρι μὴ βασιλέψῃ. κιˬ ἂν τὸ εἶπε κόρη ἀνύπαντρη, μοῖρα νὰ μὴ γνωρίσῃ Πελοπν. (Ἄρν.) Συνών. γνώθω 1, καταλαβαίνω, νο͜ιώθω, ξέρω. 3) Ἀναγνωρίζω, διακρίνω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλημ. Κοριλ. κ.ἀ) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀνακ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Μόλις τὸν εἶδα, τὸν γνώρισα. Ὄταν τὸν ἰδῶ, θὰ τὸν γνωρίσω. Αὐτὸ εἶναι δικό μου, τὸ γνωρίζω. Τὸν γνώρισε ἀπὸ τὰ παπούτσια - τὰ ροῦχα - τὴν ὁμιλία - τὸ περπάτημα. Ἐγνώρισε τὸ δαχτυλίδι κοιν. ᾽Èν σὲ ἐγνώρισα Κύπρ. Καθένας τὸ πρᾶμ-μαν ᾽ατ᾽ ἐγνωρίζει Πόντ. Σὰ τ᾽ ἐλέπ᾽ν ἀτην τὸ πρωὶ ὁ κόσμος ἔξ᾽ μερέαν, ἐγνωρίζ᾽ν ἀτην (ὅταν τὴν βλέπουν ἔξω τὸ πρωὶ οἱ ἄνθρωποι, τὴν γνωρίζουν) Πόντ. (Ἀντρεάντ.) Ἐκεῖνος τὸν εgρώνιζε πὼς εἶν᾽ ὁ βασιλιˬὰς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τ᾽ς ὅρνιθές μου τσὶ γρωνίζω ὅπου κιˬ ἂ τσὶ δῶ Κρήτ. (Ἀνατολ.) Σὰ νὰ γρώνισα τὴ φωνὴ Κρήτ. (Χαν.) Νὰ βγάλω τὴ bολίδα, νὰ μὲ γρωνίσῃς (bολίδα = μανδήλα κεφαλῆς) Κρήτ. (Ἱεράπ.) Ἐσὺ μοῦ λές πὼς μ᾽ ἔχεις ξαναθωρούμενο, μὰ ἐγὼ ὅμως δὲ σὲ γρωνίζω πχο͜ιός εἶσαι Μῆλ. Εἶδα μνιˬὰ μάκου νὰ πιράῃ, ἀλλὰ δὲν τ᾽ν ἀγνώρ᾽σα πο͜ιά ἦταν (μάκου = γιαγιὰ) Μακεδ. (Δασοχώρ.) Ἔτσ᾽ ᾽π᾽ ὰδυνάτ᾽σα, δὲν ἀγνωρίζουμι Μακεδ. (Κοζ.) Ἴσαμι τὰ τέσσιρα χρόνιˬα γνουρίζουντι κὶ τοὺ γίδ᾽ κὶ τοὺ πρόβατου ἀποὺ τὰ δόντια τ᾽ς Μακεδ. (Βροντ.) Σὶ γνώρ᾽σα κι ἂς μὴ γλέπου καλὰ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Οἱ πλούσιις δὲ γνουρίζ᾽dι ἀπ᾽ τ᾽ς φτουχές, ὅπους πρῶτα Σάμ. ᾽Πὸ μακριˬὰ τὴ γρωνίζ-ζω τὴν τρούλ-λα μου (τρούλ-λα = αἴξ μὲ ὄρθια κέρατα) Κῶς (Πυλ.) Γνωρίζ-ζεται ἡ πατούχα του αὐτόθ. Στάθ᾽κι μὶ τὸν γκαζούδ᾽ ᾽ς τοὺν παραστάθ᾽ νὰ τοὺν γουρουνίσ᾽ (γκαζούδι = λάμπα πετρελαίου, παραστάθ᾽ = παραστάτης τῆς θύρας) Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Κέκο μου καλούλη, εἶπε ὁ ἄλλο, ᾽ὲν μὲ ἐν-νωρίζεις; Ἀπουλ. Ὁ φρουνάρη πῶ ᾽ὲν-νωρίdζει κὰ ὁ φοῦρνο ἔκ-καλό; γιˬατὶ ἑ πλάκα ᾽σπριˬάζει (ὁ φούρναρης πῶς γνωρίζει ὅτι ὁ φοῦρνος εἶναι καλός; γιατὶ ἡ πλάκα ἀσπρίζει) Καλημ. Σέντσα τίς πω νὰ τὸν ἀν-νωρίσῃ (χωρὶς νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ κανεὶς) αὐτόθ. Ἰκάν-νουνε τὰ σήματα ᾽ς τ᾽ ἀτ-τία ἀτ-τὰ πρόατα, γιὰ νὰ τ᾽ ἀν-νωρίσουνε (κάνουν σφραγῖδες ᾽ς τ᾽ ἀφτιὰ τῶν προβάτων, γιὰ νὰ τὰ γνωρίζουν) Κοριλ. Ἄρτε χερώασι νὰ ρωνιστοῦσι (τώρα ἄρχισαν νὰ διακρίνωνται) Μπόβ. Κανέσε τὸν ἤσ᾽πε ἀgρωνεῖ (κανεὶς δὲν ἠμπόρεσε νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ) Χωρίο Βουν. Ὄ᾽ σι νιˬουίζου τὰ μάτη ντι; (δὲν ἀναγνωρίζεις τὴ μητέρα σου;) Μελαν. Ἄμα κάναϊ κοντά μ᾽, γουνωρ στ᾽ (ὅταν ἦρθαν κοντά μου, τοὺς ἐγνώρισα) Χαβουτσ. Ἅμα ᾽ν᾽ θωράτσ᾽ ὁ Νικολάκ᾽, γουνουρέ νι (ὅταν τὸν εἶδε ὁ Νικολάκης, τὸν γνώρισε) Βάτικ. || Φρ. Νὰ σὲ ἰδῶ καὶ νὰ μὴ σὲ γνωρίσω (ἀρὰ) πολλαχ. Νὰ σὲ φέρου καὶ νὰ μὴ γνωρίζεσαι (συνών. ἀρὰ) Κάρπ. (Μεσοχώρ.) || Παροιμ. Γνώρισ᾽ ἡ φακῆ τ᾽ ἀγγε͜ιὸ τ᾽ς (ὅμοιος ὁμοίῳ πελάζει) Μακεδ. (Σιάτ.) Τοὺ γνουρίζ᾽ ι σὰ dοὺ κάλπ᾽κου ἄσπρου (ἐπὶ προσώπου τοῦ ὁποίου τὰ χαρακτηριστικά μειονεκτήματα ἢ πλεονεκτήματα εἶναι εἰς ὅλους γνωστὰ) Σάμ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ.) Ὁ ποντικὸς τζ᾽ ἂ ἀλευρωθῇ, ὁ κάτ-τος τὸ γ-γνωρίζει (ἀναγνωρίζεται ὅ,τι καὶ ἂν προσπαθῇ κανεὶς νὰ ἀποκρύψῃ ἀπὸ τὸν ένδιαφερόμενον) πολλαχ. Ὁ λύκος τὸ στσυλλὶ ἀπὸ τὴ βαβιξιˬὰ τὸ γνωρίζει (ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα) Πελοπν. (Λάστ.) Γνουρίζουdαι dὰ μά᾽ουα ποὺ τ᾽ς ἔχου τζ᾽ ἀλειχῆνες (ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος τὰ ἰδικά του ἐλαττώμανα ἀπεκδυόμενος τὰ ἀποδίδει εἰς ἄλλον) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Γνωμ. Πρᾶγμα ποὺ γνωρίζεται, | χωρὶς κρίση παίρνεται (πρέπει νὰ λαμβάνῃ τις τὸ ἀναγνωριζόμενον ὡς ἀνῆκον εἰς αὐτόν, χωρὶς ν᾽ ἀναμένῃ διατυπώσεις) Ζάκ. Πρᾶγμα γυρευάμενο ᾽ς τὸ νοικοκύρη πάει (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Λακων.) Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || ᾌσμ. Νὰ σὲ ἰδῶ, νὰ σὲ γνωρίσω, | νὰ σὲ διπλοχαιρετήσω Πελοπν. (Γαργαλ.) Καὶ ᾽πέ μου τὰ σημάδιˬα του, ἴσως τὸν ἀχνωρίζω Κύπρ. Τὸν ἄντρα της δὲν ἐγνωρᾷ, τὸν εὐλογιστικόν της Χίος Ὁ ἔρωτάς σου μ᾽ ἔκαμε καὶ σὰν τρελλὸς γυρίζω κ᾽ οἱ φίλοι μου μὲ χαιρετοῦν καὶ δὲν τοὺς ἑγνωρίζω Νίσυρ. Γρωνίζω τὸ κορμάτσισ-σου-ν-ἀπὸ τὶς νοστιμάδες Μεγίστ. Φιλᾷ ἀδερφὸς τὴν ἀδερφὴ καὶ κεῖνοι δὲ γνωριˬοῦνται Κῶς (Κέφαλ.) Δgυˬὸ φίλοι τοῦ Βανgέλη τὴν ἐ-γνωρίσασι Κῶς (Ἀσφενδ.) Βάλε καδένα ᾽ς τὸ λ-λαιμό, καρδιˬὰ μαλαματένη, νὰ σὲ γρωνίσου, νύφ-φη μου, πὼς ἤσου χαδεμένη Κῶς (Πυλ.) Λουβgιˬάρης κι ἀξυπόλυτος νὰ πάῃς νὰ γυρίζῃς, ὅπου περνῶ καὶ σοῦ μιλῶ καὶ σὺ δὲ μὲ γρωνίζεις αὐτόθ. Βλέπου σας οὕ᾽ ἀχαμνιˬασμέ᾽, π᾽ τ᾽ν πεῖνα δὲ γνουρ᾽ζόστι Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Ἐβὼ σὲ ν-νωρίdζω ἐς τὴλ-λινgουέρα (λινgουέρα = λόγος,ὁμιλία) Ἀπουλ. (Καλημ.) Χωρῶ τοὺς λὰς μέσ᾽ ᾽ς τὰ στενὰ τζαὶ ᾽ὲν τοὺς ἀγρωνίζω (χωρῶ = θωρῶ, λὰς = λαὸς) Κύπρ. || Ποίημ. Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη | τοῦ σπαθιˬοῦ τὴν τρομερὴ Δ. Σολωμ., 1. Ἡ σημ. καὶ ἀρχαία. Βλ. Εὐριπ. Ἠλ. 630 «οὔ πού τις ὅστις γνωριεῖ μ᾽ ἰδών, γέρον;» Ἡρωδιαν. 5.4.7 «τὸ γένειον ἀποκειράμενος ὡς μὴ γνωρίζοιτο». Συνών. ἀπεικάζω 1. β) Ὁμολογῶ, παραδέχομαι πολλαχ.: Ὅσα κιˬ ἂν τοῦ ᾽κανε, δὲν τοῦ τὸ γνωρίζει πολλαχ. Δὲν περίμενα νὰ μοῦ τὸ γνωρίσῃς Πελοπν. (Κορινθ.) ᾽È γνωρίτζεις χάρ᾽ Σίφν. Ὁ ἀφχάριστος, τοῦ ᾽καμα τόσα καὶ τόσα καὶ δὲ μοῦ τὰ γνώρισε Πάρ. Γνουρίζου τοὺ καλὸ π᾽ μοῦ ᾽καις Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Δὲ μοῦ τὸ γνωρίζει Πελοπν. (Αἴγ.) Δὲν τόνε γνωρίζω καμμίαν καλωσύνην Λεξ. Βάιγ. ᾽Ποὺ δὲν γνωρίζει καλό, χάρη (εἶναι ἀγνώμων) Λεξ. Βερναρδ., σ. 22β. Γνωρίζω τὸ σφάλμα μου (παραδέχομαι, ἀναγνωρίζω τὸ σφάλμα μου) πολλαχ. || Παροιμ. Ποὺ χάρη δὲ γνωρίζεται, μουδὲ μιστὸ δὲν εἶναι (ὅταν καλὴ πρᾶξις δὲν ἀναγνωρίζεται, παύει νὰ ἔχῃ ἀξίαν διὰ τοὺς ἀχαρίστους) Κρήτ. (Μόδ.) || ᾎσμ. Πῶς μοῦ τὸ λές, μητέρα μου, νὰ τῶν τὸ συμπαθήσω, ποὺ δὲ μοῦ κάνουνε καλό, γιˬὰ νὰ τῶν τὸ γνωρίσω; Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ.) Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Μαχαιρ., 1.436 (ἔκδ. R. Dawkins) «νὰ τὸ δώσωμεν ὅλοι καλὰ μετὰ χαρᾶς, ὡς χρέος ἀγρωνιζάμενον εἰς τὴν αὐλὴν» καὶ Σπαν., στ. 73 (ἔκδ. Wagner, σ. 4) «ἕνα Θεὸν ἐγνώριζε τῶν πάντων βασιλέα». Συνών. ἀναγνωρίζω 2, παραδέχομαι. γ) Διακρίνω, διαγινώσκω πολλαχ.: Ὁ καλὸς γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς τρόπους του Ἀθῆν. Τὸν ἀδερφοδιˬώχτη τὸν ἐγνωρίζανε ἀπό ᾽να πρασινερό, λαβιδερὸ σημαδάκι πού ᾽χει ᾽ς τὴ μύτη (ἀδερφοδιώχτης = ἡ καταστρεπτικὴ ἐπήρεια ἀδελφοῦ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν του, λαβιδερὸ = κυανοῦν) Κρήτ. (Ἀνατολ.) Εὐτὴ ἡ ἀρ-ρώστιˬα γρωνίζ-ζεται εὐτύς, γιˬατὶ κοκκινίζ-ζει τὸ σῶμα dοῦ ἄρ-ρωστου Κῶς (Πυλ.) Τώρα γρώνισα τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ὄχτρούς μου αὐτόθ. Τοὺ χαμαλὸν ᾽ὲν τὸν ἀγρωνίζεις, γιˬατὶ ἀλ-λάσ-σει τὸ χρῶμαν του (χαμαλὸν = χαμαιλέοντα) Κύπρ. (Κυθρ.) || Γνωμ. Ὁ γέρος τσ᾽ ἂν στολίζεται, | ς᾽ τ᾽ ἀνήφορο γνωρίζεται (εἰς οὐδὲν ὠφελοῦν αἱ ἐπιδείξεις καὶ καυχῆσιολογίαι τῶν γερόντων) Εὔβ. (Κάρυστ) Ἀν-νωρίdζει ὁ β-βέκ-κιˬο ᾽ς τ᾽ ἀνέφορο (βέκ-κιˬο = γέρων· συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Καλαβρ. (Γαλλικ.) || ᾎσμ. Τετράδη καὶ Παρασκευὴ κανείς μας δὲ γνωρίζει τὴν Παναγιˬὰ καὶ βλαστημᾷ καὶ τὸ Χριστὸ καὶ βρίζει Κρήτ. Συνών. διακρίνω, καταλαβαίνω, ξεχωρίζω, χωρίζω δ) Διακρίνω διὰ τῆς ὁράσεως Εὔβ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. κ.ἀ.): Δὲν γνωρίζει (ἐπὶ ψυχορραγοῦντος) Εὔβ. Πβ. φρ. Ἔστησε τὸ μάτι (ἔστησε = ἐστήριξε). Δὲ γνουρίζου, πιδάκι μ᾽! (δὲν διακρίνω, δὲν βλέπω) Αἰτωλ. Νὰ γνώριζ᾽ ἡ γριγιˬά, τί ἄλλου ἤθιλι! αὐτόθ. Κάνεις πὼς δὲ γνουρίεις, γέρουντα! Ἀκαρναν. 4) Κατανοῶ, ἀντιλαμβάνομαι πολλαχ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.): Δὲ γνωρίζει τὶ τοῦ γίνεται πολλαχ. Συνών. φρ. Δὲν ξέρει - δὲ νο͜ιώθει - δὲν καταλαβαίνει τί τοῦ γίνεται. Δὲν καταλαβαίνει ποῦ τοῦ πᾶνε τὰ τέσσερα. Δὲν ἀγρουνίζου (δὲν τὸ βάζει ὁ νοῦς μου) Α. Ρουμελ (Σιναπλ.) Τσαὶ τίσπος ᾽ὲν ἐν-νώρισε τί ἔνε ἔτ-τ-ὥριˬο μῆλο ποὺ βάστα ᾽ς τὴ χέρα (τίσπος = κανεὶς) Καλημ. Τότε ἀgρώνιε τ᾽ ἦτο ἡ ἀναράδα καὶ τὴν ἔτρωgε (τότε ἀντελήφθη ὅτι ἦταν ἡ νεράιδα καὶ θὰ τὴν ἔτρωγε· ἐκ παραμυθ.) Χωρίο Ροχούδ. || Παροιμ. Ἄθ-θρωπο θωρεῖς, καρδιˬὰν δὲν ἐγνωρίζεις (ἐκ τῆς ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως δὲν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ τὸν χαρακτῆρα) Κάρπ. || ᾌσμ. Ὅdεν περνᾷς, μὴν τραγουδῇς κ᾽ ἡ μάννα μου μανίζει, γιˬατ᾽ ἀποκοκκινίζω ᾽γὼ κ᾽ ἐκείνη μὲ γνωρίζει Κρήτ. Ἀγάπα με νὰ σ᾽ ἀγαπῶ, νὰ μὲμ-μᾶς ἀχνωρίζουν Κύπρ. Συνών. ἀπεικάζω 6, ξέρω, νο͜ιώθω, καταλαβαίνω. 5) Πληροφοροῦμαι Ζάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Σπαρτερ. κ.ἀ.): Ὅταν ἐγνώρισε τὸ θάνατόν της, ἐπροσκάλεσε τὰ τρία τση κορίτσια (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. || Φρ. Νὰ μὴ σοῦ γνωρίσω κακὸ οὔτε ᾽ς τ᾽ ἀκρινό σου δάχτυλο (εὐχὴ) Ἀργυρᾶδ. 6) Γνωστοποιῶ, κατανοῶ λόγ. σύνηθ.: Σᾶς γνωρίζω τὴν ἀπόφασιν τῆς Κυβερνήσεως Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. 7) Ἐξυπνῶ Καππ. (Ἀραβαν.) Διὰ τὴν σημασιολογικὴν ἐξέλιξιν πβ. νο͜ιώθω = ἐξυπνὥ. 8) Πιστεύω Ἐρεικ. Παξ.: Κάμε καὶ σὺ μιˬὰ βολὰ ἕνανε συρτόκοbο νὰ dὸ γνωρίσω. 9) Προμηνύω Ἐρείκ. Κέρκ. Μαθρ. Ὀθων. Παξ.: Δέστε τὰ καΐκια σας καλά, γιˬατὶ ὁ καιρὸς γνωρίζει φουρτούνα Ἐρεικ. 10) Μετοχ. παθ. α) Δοξασμένος Λεξ. Βλαστ. 72. β) Εἰδήμων, γνώστης Κύπρ. γ) Γνωστὸς Ἄνδρ. Κέρκ. Κύθν. Λῆμν. Παξ. κ.ἀ.: Ἀκολούθησε ἕνα γνωρισμένο του μονοπάτι Κέρκ. δ) Εὐδιάκριτος Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA