ἀσημοτραχηλιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημοτραχηλιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσημοτραχηλιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) –ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 118 –Λεξ. Βλαστ. 342.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ τραχηλιˬά.

Σημασιολογία

Ἔνδυμα φέρον ἀργυρᾶς διακοσμήσεις καὶ πορπούμενον ἐπὶ τοῦ στήθους ἔνθ’ ἀν.: Τοῦ βγάζει τὴν ἀσημοτραχηλιˬά, τῆς μέσης τὰ στολίδιˬα, τ’ ἄρματα τ᾿ ἀσημοχρύσαφα καὶ τὰ φορεῖ κιˬ αὐτὰ ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. || ᾌσμ. Ποῦ πάγαιναν’ς τὴν ἐκκλησιˬὰ μὲ τ’ ἀσημόσπαθά τους, μὲ τὲς ἀσημοτραχηλιˬές, πιστόλες πέρα πέρα Ἀρκαδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/