γνωριμία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνωριμία

Τύπος

Λήμμα

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γνωριμία ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Ἰνεπ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γνωριμιὰ Εὔβ. (Βρύσ.) Λυκ. (Μάκρ.) Κρήτ. Πελοπν. (Γαργαλ. Καρυόπ. Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ. Τριφυλ. κ.ἀ.) - Κ. Παλαμ., Γράμματ., 1.147 - Λεξ. Βυζ. Μπριγκ. Περίδ. Πρω. Βλαστ. ἀγνωριμία Κύπρ. γνουριμιˬὰ Ἤπ. (Κουκούλ.) γνωριμνιˬὰ Πελοπν. (Βερεστ. Καρβελ. Κοντογόν. Μηλιώτ. Πυλ.) γνουριμνιˬὰ Στερελλ.(Ἀχυρ.) γνουρ᾽μιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ) ἐγνωριμίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) γρωνιμία Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Σύμ. γρωνιμιˬὰ Μεγίστ. gρωνιμία Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀγρωνιμία Κύπρ. ἀgρωνιμιˬὰ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) χρωνιμία Κύπρ. ἀχρωνιμία Κύπρ. γρουνιμιˬὰ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἔγρωνιμία Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. Χόψ.) ἐργωνιμία Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γνώριμος. Διὰ τὸν σχηματ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,349. Ὁ τύπ. γνωριμιˬὰ καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Δ 1250 (ἐκδ. Σ. Ξανθουδ.) «γιατὶ οὐδὲ γνωριμιὰ οὐδὲ σουσσούμιν ἔχει».

Σημασιολογία

1) Ἡ σχέσις μεταξὺ δύο ἢ πλειόνων ἀνθρώπων, τὸ νὰ εἶναι τις γνώριμος, συνδεδεμένος διὰ σχέσεώς τινος κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χόψ.): Ἔχει πολλὲς γνωριμίες. Τὰ καταφέρνει μὲ τὶς γνωριμίες ποὺ ἔχει. Χωρὶς γνωριμίες δὲν κάνεις τίποτα κοιν. Ἐγὼ δὲν ἔχω καμμιˬὰ γνωριμία μὲ ᾽τοῦνο τὸν ἄνθρωπο Μέγαρ. Μ᾽ αὐτὸν μᾶς συνδέει παλιˬὰ γνωριμία Ἀθῆν. Τὴν γνωριμίαν ἀτ᾽ ᾽κ᾽ ἔχω (= δὲν τὸν γνωρίζω) Ἀργυρόπ. Ἐξέβεν ἀς σὴν ἐγνωριμίαν (= ἐξῆλθεν ἐκ τῆς γνωριμίας, φέρεται ὡς ξένος) Ἴμερ. Μετ᾽ ἀτόνα γνωριμίαν οὐκ ἔχομε Ὄφ. Ἐπανdήαμε καὶ κάναμε gρωνιμιˬὰ ἕνα μ-μά-ο κριστιˬανὸ (= συναντῆσαμε καὶ ἐγνωρίσαμεν ἔνα καλὸν χριστιανόν, δηλ. ἄνθρωπον) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καὶ καμμιˬὰ λαχτάρα πόθου μήτε δίψα γνωριμιˬᾶς δὲν παράδερνε μέσα ᾽ς τὸν τρόμο τους Κ. Παλαμ., Γράμματ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Μῆλομ-μου Τριπολίτικο, Βερουτιˬανόμ-μ᾽ ἀπ-πίδι, πάνω ᾽ς τὴ γνωριμίαμ-μας εὑρέθη τὸ ταξίδι Σύμ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. Συνών. γνώρα 1. β) Μετων., τὸ πρόσωπον μετὰ τοῦ ὁποίου γνωρίζεταί τις κοιν.: Εἶναι μιˬὰ παλαιά μου γνωριμία (ἕν ἀπὸ πολλοῦ χρόνου γνωστὸν ἄτομον). Ξεχάστηκαν κ᾽ οἱ γνωριμίες, ξεχάστηκαν ὅλα κοιν. 2) Ἡ ἀναγνώρισις, τὸ σημεῖον ἀναγνωρίσεως, τὸ νὰ ἀναγνωρίζεταί τις Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Κρήτ. Λυκ. (Μάκρ.) Εὔβ. Πελοπν. (Καρβελ. Καρυόπ. Κόρινθ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) - Λεξ. Πρω.: Ἔτσι πὼς ἔγινε, δὲν ἔχει γνωριμιˬὰ Κόρινθ. Δὲν ἔχει γνωριμία (ἰδίως ἐπὶ ἀτόμου ἀπισχναθέντος) Εὔβ. Ἀδελφὸν τὸν ἀδελφὸν τρώει κ᾽ ἐγνωριμίαν ᾽κ᾽ ἔχ᾽ (ἐκ παραμυθ.) Τραπ. Ποῦ νὰ μὴν ἔχῃς γρωνιμιˬὰ (ἀρά) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) || ᾌσμ. Ἂν ἔχῃ ὁ ᾍδης γνωριμιˬὰ κ᾽ ἡ κάτου γῆς περάσματα, θὰ σὲ ρωτήσω νὰ μοῦ πῇς πο͜ιοὶ ἤρθανε ᾽ς τὴν ἀπαdὴ (ἀπαντὴ = προϋπάντησις· ἐκ μοιρολ.) Καρυόπ. Φιλᾷ ᾽δελφος τὴν ἀδελφὴν καὶ γνωριμιˬὰ δὲν ἔχουν Μάκρ. Γιὰ δέ με πῶς ἔπάdωκα καί γνωριμιˬὰ δὲν ἔχω κιˬ ὅλ᾽ ἀποὺ τὴν ἀγάπη σου, μικρή μου, τὸ κατέχω (ἐπάdωκα = κατάντησα) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Α 1355 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «ἔτοιας λογῆς ἐγίνηκε καὶ γνωριμιὰ δὲν ἔχει». β) Μετὰ τοῦ ρ. δίδω = παρέχω τὸ ἐνδόσημον, τῆν δυνατότητα νὰ ἀναγνωρισθῶ κοιν. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τοῦ ἔδωσα - δὲν τοῦ ἔδωσα γνωριμία. Δὲν τοῦ ᾽δωσε γνωριμία, πῶς νὰ τὸν γνωρίσῃ κοιν. Ἐγνωριμίαν ᾽κὶ δί᾽ (δὲν δίδει γνωριμίαν, δὲν ὁμιλεῖ ὡς γνωστὸς) Ἴμερ. Ἐδέκεν ἐγρωνιμίαν (= συνεστήθη) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/