γνωρισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνωρισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γνωρισμὸς ὁ, Ἄθ. Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Μῆλ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Γορτυν. Πυλ.) κ.ἀ. - Ι. Δραγούμ., Ἑλλην. Πολιτισμ., 198 Σταμάτ., 175 - Λεξ. Βάιγ. Γαζ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γνωριμὸς Ἐρεικ. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Κέρκ. Παξ.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. γνωρισμός. Ὁ τύπ. γνωριμὸς κατ᾽ ἐπίδρ. τοῦ συνων. γνωριμία. Ὁ τύπ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἀναγνώρισις, ἡ πρᾶξις καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἀναγνωρίζειν τι Ἀντιπαξ. Ἐρεικ. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κέρκ. Μαθράκ. Μῆλ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Γορτυν. Πυλ.) - Λεξ. Δημητρ.: Ἀπὸ τὴν ἀδυνασὰ δὲν ἔχει γνωρισμὸ Μῆλ. || ᾌσμ. Παιδί μου, τώρα ἐχόρτιˬασε καὶ γνωρισμοὺς δὲν ἔχει (ἐνν. τὸ μνῆμα) Παξ. Αὐτὸς γίνηκε ἀγνώριστος καὶ γνωριμοὺς δὲν ἔχει αὐτόθ. Οἱ γιˬ-ἄσπροι μαῦροι γίνουνται κ᾽ οἱ ροιˬδινοὶ ᾽ραχλιˬάζουν κι οἱ τραντάφυλλοπρόσωποι πιˬὰ γνωρισμοὺς δὲν ἔχουν (ἐκ μοιρολ.) Γορτυν. Διὰ τὴν σημ. ταύτην πβ. Σούδ. εἰς λ. «σύνθημα... σύσσημον, λόγος ἐν πολέμῳ ἐπὶ γνωρισμῷ τῶν οἰκείων διδόμενος». 2) Γνωριμία 1, τὸ ὁπ. βλ., Ἄθ. - Ι. Δραγούμ., Ἑλλην. Πολιτισμ., 198. Σταμάτ., 175 - Λεξ. Πρω.: Ὄχι πὼς ὑποτάζομαι θεληματικά... ἀλλὰ ὁ γνωρισμός μου μὲ τὰ ἰσόβια δεσμά μου μὲ κάνει καὶ αἰσθάνομαι σὰ νὰ ὑποτάζωμαι θεληματικὰ Ι. Δραγούμ., Σταμάτ., ἔνθ᾽ ἀν. Χρειάζεται γνωρισμός μας τέλειος μὲ τὶς πηγὲς τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς Ι. Δραγούμ., Ἑλλην. πολιτισμ, ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. 3) Τὸ νὰ γνωρίζει τις, τὸ εἰδέναι Λεξ. Βάιγ. Γαζ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/