γνωστερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνωστερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γνωστερὸς ἐπίθ. Κορσ. γνουστιρὸς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γνωστεύω.
Σημασιολογία
1) Συνετός, φρόνιμος ἔνθ᾽ ἀν.: Γνωστερὴ κοπελίτσα Κορσ. Συνών. γνωστικὸς 1α. 2) Εὐφυής, εὔχαρις, εὐγενὴς Κορσ.: Ἦτα γραῖα γνωστερὴ (= εὐφυὴς). Γνωστερὲς γυναῖκε (= εὐγενεῖς γυναῖκες). Ἔχω τ᾽ ἁνίψιˬα, μ᾽ ἀγαποῦνε πολύ, εἶναι πολὺ γνωστερὰ (= καλόκαρδα). Ἔναι γνωστερὴ (=καλόγνωμη).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA