γιˬοντζᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬοντζᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬοντζᾶς ὁ, Βιθυν (Παλλαδάρ. Προῦσ.) Ἰων. (Γκριτζάλ.) γιˬουντζᾶς Μακεδ (Δρυμ.) γιˬόντας Μακεδ. (Νέο Σούλ.) γιˬογκᾶς Λεξ. Περιδ. Βυζ. Μπριγκ. γιˬουντὲς Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Μακεδ. (Ἀλιστράτ. Ἀρέθουσ. Μεσορ. Νιγρίτ. Σταν.) γιˬοντὰ ἡ, Καππ. (Φλογ.) γιˬόντα Μακεδ. (Βογατσ. Βόιον Δαμασκ. Δοξᾶτ. Μικρὸ Σούλ.) γεντὰ Πόντ. (Ἴμερ. Λιβερ. Χαλδ.) γεντσὰ Πόντ. (Κρώμν.) γέντσα Πόντ. (Τραπ.) λιˬόντια Μακεδ. (Σιάτ.) λόντα Μακεδ. (Βογατσ.) γιˬόντ’ τὸ, Μακεδ. γιˬούντ’ Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) Πληθ. γεντάδας τά, Πόντ. (Ἴμερ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yonca = τριφύλλι.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν τριφύλλι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ γιˬουντζᾶς βγά’ λουλούδ’ τοὺ Μάη κὶ μουσκουβουλάει Μακεδ. (Δρυμ.) Ἰγὼ πρῶτους ἔφιρα τ’ γιˬόντα στοὺ Δουξᾶτου ἀπὲ τὴ Γαλλία Μακεδ. (Δοξᾶτ.) Πῆρι τ’ κουὰ κὶ πῆγι νὰ κουί’ τοὺ γιˬόντα (κουὰ = δρεπάνι, κουί’ = θερίσῃ) Μακεδ. (Νέο Σούλ.) Συνών μηδικὴ, τριφύλλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA