γιˬοξούλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬοξούλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬοξούλι τό, Προπ. (Ἀρτάκ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Τὸ χνούδι ποὺ ἔχουν εἰς τὴν κάτω ἐπιφάνειάν των λίθοι σφηνωμένοι εἰς τὸ ἔδαφος : Αὐτὲς οἱ πέτρες ὅλο γιˬοξούλια ἔχ’να, δὲν εἶναι παστρικιˬές· γιˬὰ τὴ δουλε͜ιά μας δὲν κάνουνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/