γνωστικὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνωστικὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γνωστικὰ ἐπίρρ. πολλαχ. γνωστσικὰ Τσακων. (Μέλαν.) γνωσικὰ Τσακων. (Μέλαν.) γνουσ᾽κὰ Λέσβ. (Ἀγιάσ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γνωστικός.
Σημασιολογία
Συνετῶς, φρονίμως ἑνθ᾽ ἀν.: Ἠφέρθηκε φρένιμα καὶ γνωστικὰ Σίφν. Π᾽λοκουκάτσι γνουσ᾽κά, βρέ, μὴ σὶ βάλου μέσ᾽ ᾽ς τοὺ βρακί μ᾽ (π᾽λοκουκάτσι = παλουκοκάθησε) Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Νὰ καθούσ᾽τι γνουσ᾽κὰ Λέσβ. Σ᾽ ἔνι ποίου γνωστσικὰ γνωστικὰ τοὺ δουλεῖε σ᾽ (τὶς κάνει γνωστικὰ τὶς δουλειές του) Τσακων. (Μέλαν.) Γνωστικὰ μιλεῖ ὁ ἄνθρωπος, μὰ ἐσὺ κάνεις πὼς δὲ gαταλαβαίνεις Κρήτ. (Νεάπ.) Ὅ,τι κάνει τὸ κάνει γνωστικά, γι᾽ αὐτὸ προκόφτει αὐτόθ. || Παροιμ. Οὔργια κεφαλὴ | γνωστικὸ λαλεῖ (οὔργια = κλούβια· ὅτι καὶ ἀπὸ τὸν ἀφυῆ δυνατὸν νὰ άκουσθοῦν ὀρθαὶ σκέψεις) Κρήτ. (Νεάπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA