βαθυνέσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαθυνέσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαθυνέσκω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ βάθυνα ἀορ. τοῦ ρ. βαθένω καὶ τῆς καταλ. -υνέσκω.

Σημασιολογία

Κάμνω τι βαθύ, βαθύνω: Βαθυνέσκω τὸ δηγὸ (αὐλάκι). Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαθένω Α1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/