γιˬοργαδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬοργαδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬοργαδίζω Πελοπν. (Γαργαλ. Δίβρ. Μαργέλ. Μεσσην.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬοργάδα.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ ὑποζυγίων, βαδίζω μὲ κανονικὸν ταχὺν βηματισμὸν ἔνθ᾽ ἀν.: Τ᾿ ἄλογό μου ἀρχινάει καὶ γιˬοργαδίζει Πελοπν. (Δίβρ.) Σὰ θὲς νὰ ψωνίσῃς ἄλογο, βάν’ το νὰ γιοργαδίσῃ, νὰ ἰδῇς ἂν εἶναι σόι Πελοπν. (Μεσσην.) β) Ἐπὶ πτηνῶν, πετῶ γρήγορα Πελοπν. (Δίβρ.): Τ’ ὀρτύκι καὶ ἡ πέρδικα γιˬοργαδίζουνε ἐδῶ, πέφτουνε, κι ὅσο νὰ πᾷς κοντά τους, σκαπετᾶνε τὴ ράχη. 2) Μετβ., παρακινῶ τὸ ζῶον εἰς ταχὺν βηματισμὸν Πελοπν. (Μεσσην.): Τ᾿ Ἅι-Γιωργιˬοῦ κάναμε πανηγύρι· ρίχνανε τὸ λιθάρι, γιˬοργαδίζανε τ’ ἄλογα, ποιός θὰ φτάσῃ πρῶτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA