γνωστικοκόπελο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνωστικοκόπελο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γνωστικοκόπελο τό, Κρήτ. (Κίσ.) Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γνωστικὸς καὶ τοῦ οὐσ. κοπέλι.
Σημασιολογία
Λογικόν, συνετὸν παιδίον Κρήτ. (Κίσ.): Τὴν εὐκή μου νὰ ἔχῃ τὸ γνωστικοκόπελό μου ἀπού ᾽ναι καλλιˬὰ ἀπ᾽ οὕλα μου τὰ κοπέλιˬα. β) Κατ᾽ εὐφημισμόν, ὁ ζωηρὸς καὶ ἄτακτός πως νέος Κρήτ. (Κίσ.) Νάξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA