γιˬοργαλῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬοργαλῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬοργαλῆς ἐπίθ. Θεσσ. (Μελιβ.) Κρήτ. - Λεξ. Βλαστ., 334 Θηλ. γιˬοργαλῖνα Κρήτ. - Ι. Κονδυλάκ., Πρώτ. Ἀγάπ., 50.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yorga = τριποδισμός.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ὑποζυγίων, ὁ βαδίζων μὲ ταχύν, κανονικὸν τριποδισμὸν Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ., 334. -- Ι. Κονδυλάκ., ἔνθ’ ἀν.: Γιˬοργαλῆς γάιˬδαρος Κρήτ. Γιˬοργαλίνα εἶν’ ἡ φοράδα σου αὐτόθ. β) Μεταφ., ἄνθρωπος χαζὸς Θεσσ. (Μελιβ.): Ἰδῶ βρίσκεις γιˬοργαλῆδις. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬοργαλῆς καὶ ὡς ἐπών Κρήτ. (Μυλοπότ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/