γνωστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνωστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γνωστὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) Τσακων. (Χαβουτσ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γνωστός.

Σημασιολογία

1) Ἐγνωσμένος, φανερός, δῆλος Πόντ. (Οἰν.) - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω.: Γνωστὸν ᾽κ᾽, ἔν᾽ ἀκόμη Οἰν. 2) Γνώριμος, οἰκεῖος, ὁ μετὰ τοῦ ὁποίου εἶναί τις διὰ σχέσεων συνδεδεμένος κοιν.: Ἔχει πολλοὺς γνωστοὺς. Δὲν ἔχει κανένα γνωστόν. Ὅπου κιˬ ἂν πάῃ, βρίσκει γνωστοὺς κοιν. Τὸν βοηθῆσαν ᾽ς τὴ δυστυχία ὄχι οἱ συγγενεῖς, ἀλλὰ οἱ γνωστοί του Πελοπν. (Κορινθ.) Εἶρ γνωστὲ ἄθρεπο (εἶναι γνώριμος ἄνθρωπος) Τσακων. (Χαβουτσ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Αἰσχ., Χο. 702 «ἐγὼ μὲν οὖν ξένοισιν... ἂν ἤθελον γνωστὸς γενέσθαι καὶ ξενωθῆναι». 3) Συνετός, ἐχέφρων Τῆλ.: ᾎσμ. Καὶ τί τ-τραούδι θ-θα σοῦ πῶ, ποὺ ᾽σαι γνωστὸν gεφάλι 4) Ἐν ἐγρηγόρσει, ξυπνητὸς Δ. Κρήτ. (Μαλάκ. κ.ἀ.) Ἀποὺ τ᾽ ἀποδιˬαφώτισμά ᾽ναι γνωστὸς τσαὶ σκάφτει (ἀποδιˬαφώτισμα = λυκαυγὲς) Δ. Κρήτ. Ἀπὸ τὴ νύχτα εἶναι γνωστὸς καὶ δουλεύγει Μαλάκ. Πβ. γνώθω 4β, νο͜ιώθω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/