γοβούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοβούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γοβούρα ἡ, Κεφαλλ. (Δειλιν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γόβα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούρα, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,306.

Σημασιολογία

Μεγάλη γόβα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/