βαθυστέναχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθυστέναχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαθυστέναχτος ἐπίθ. ΓΔροσίν. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολιδ. 81 ΣΣκίπη Ἀπολλών. ᾆσμ. 87.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. *βαθυστενάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ πολλῶν στεναγμῶν ἄξιος ΣΣκίπης ἔνθ᾽ ἀν.: «Βαθυστέναχτες συμφορὲς». 2) Ὁ μετὰ στεναγμῶν ἐκδηλούμενος ΓΔροσίν. ἔνθ᾽ ἀν.: ... Τὰ χείλη ἀκριβομίλητα... κρύβουν σὲ γλυκὸ χαμώγελο | βαθυστέναχτη λαλιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA