γιˬοργᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬοργᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬοργᾶς ὁ, Κρήτ. (Κατσιδ. Νεάπ. Πεδιάδ. Σητ κ.ἀ.) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Ὀλυμπ. Τριφυλ κ.ἀ.) Θηλ. γιˬοργὰ ἡ, Πελοπν. (Κερπιν.)
Ετυμολογία
Πιθαν. ἐκ τοῦ ἑπιρρ. γιˬοργὰ ἐκληφθείσης τῆς καταλ. -α ὡς αἰτιατ. τοῦ ἀρσεν. διὰ τὴν ὁμοιότητα.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ὑποζυγίων, τριποδισμός, δρόμος ταχὺς καὶ ρυθμικὸς συγχρόνως ἔνθ’ ἀν.: Ἐσκάσα τσὶ γαιˬδάρους μὲ τὸ γιˬοργᾶ ποὺ τσὶ βγάλανε Κρήτ. (Σητ.) Νὰ βγάλουμε τσὶ γαιˬδάρους ’ς τὸ γιˬοργᾶ, νὰ ἰδοῦμε πο͜ιὸς θὰ γλακᾷ πλιˬὸ καλὰ αὐτόθ. Τὸ μάθαμε τ’ ἄλογο γιˬοργὰ Πελοπν. (Κερπιν.) Αὐτὸ τὸ ἄλογο δὲν πάει καλὴ γιˬοργὰ αὐτόθ. Δένουνε κουστέκιˬα ’ς τὰ πουλάκιˬα τῶν ἀλόγων, γιˬὰ νὰ μαθαίνουνε γιˬοργᾶ (κουστέκια = πεδίκλες, πουλάκιˬα = ὁπλάκια, ἀστράγαλοι) Πελοπν. (Ὀλυμπ.) || Φρ. Θὰ σὲ μάθω γιˬοργὰ ἐσένα (θὰ σὲ τιμωρησω, θὰ σὲ ταλαιπωρὴσω) Πελοπν. (Γαργαλ.) || Παροιμ. Σὰ γεράσῃ ὁ γάιˬδαρος δὲ μαθαίνει γιˬοργᾶ (ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ διδαχθῇ κανεὶς κάτι εἰς μεγάλην ἡλικίαν ἢ νὰ ἀποβἀλη κακὰς ἕξεις) Κρήτ. Ὁ γάιˬδαρος σὰ γεράσῃ, γιˬοργᾶ δὲ μαθαίνει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. (Πεδιάδ.) Σαράdα χρονῶ γάιδαρος γιˬοργᾶ δὲ μαθαίνει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA