γόγγρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γόγγρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γόγγρος ὁ, Κύπρ. - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γόγγλος Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γόγγρος. Βλ. Θεόφρ., Ἱστ. φυτ., 1,8,6 «τοὺς καλουμένους ὑπό τινων ἢ γόγγρους ἢ τὸ ἀνάλογον».

Σημασιολογία

Φῦμα, ἐξόγκωμα φυματιῶδες τοῦ κορμοῦ τῶν δένδρων ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/