ἀσιδέρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσιδέρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσιδέρωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀσ’δέρουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀσιέρωτος Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀσιδήρωτος. Ἰδ. Θησαυρ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων σίδηρα Ναύστ. –Λεξ. Δημητρ.: Ἀσιδέρωτος μακαρᾶς Ναύστ. 2) Ὁ μὴ σιδερωθείς, ὁ μὴ καταστὰς λεῖος διὰ σιδερώματος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἀσιδέρωτος γιˬακᾶς. Ἀσιδέρωτη νυχτικε͜ιά. Ἀσιδέρωτο πανταλόνι κοιν. 3) Μεταφ. ἀτημέλητος, ἀπεριποίητος τὴν ἐμφάνισιν σύνηθ.: Τί μοῦτρα ἀσιδέρωτα εἶν᾿ αὐτά; Προπ. (Κύζ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/