ἀσιγούριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσιγούριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσιγούριστος ἐπίθ. Ἤπ.

Ετυμολογία

’Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σιγουριστὸς<σιγουρίζω.

Σημασιολογία

Ἀσιγούρευτος 2, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/