ἀσίκης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσίκης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀσίκης ὁ, ἀίκης Ἤπ. ἀίκ-κης Κύπρ. ἀί’ς Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀσίκης πολλαχ. ἀσί’ς βόρ. ἰδιώμ. ἀσίτσης Χίος κ.ἀ. ἀσίτης Πελοπν. (Τρίκκ.) ἀούχ’ς Πόντ. (Σάντ.) Θηλ. ἀσίκισσα πολλαχ. ἀσί’σσα βόρ. ἰδιώμ. Οὐδ. ἀσίκικο πολλαχ. ἀσι’κο βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. âşik.
Σημασιολογία
Α) Οὐσ. 1) Ἐραστής, ἀγαπητικὸς ἐνιαχ.: Φρ. Τὸν ἔχει τὸν ἀσίκη (εἶναι εὔπορος. Συνών. φρ. τὸν ἔχει τὸ φίλο) Ἀνδρ. Σῦρ. ‖ ᾌσμ. Μὴν εἶδαν τὀν ἀσίτη μου, τὸν ἀγαπητικό μου, σὲ τί τραπέζιˬα τρώει ψωμί, σὲ τί ταβέρνες πίνει Πελοπν. (Τρίκκ.) Γιὰ ἰδὲς ἐκεῖνο τὸ βουνὸ πῶς ἄναψε καὶ καίγει ἀίκης ᾽γάπην ἔχασε καὶ κάθεται καὶ κλαίγει Ἤπ. Ἄν τό ’καμεν ὁ ἄντρας μου, χαράμι νὰ τοῦ γένῃ, ἂν εἶν’ ἀφ᾿ τὸν ἀσιτη μου, χανάλι νὰ τοῦ μένῃ Χίος. Ἡ λ. καὶ ὧς ὄνομα ποιμενικοῦ κυνὸς Πελοπν. (Οἰν.) 2) Νέος ἔχων ἐμφάνισιν ἀξιέραστον πολλαχ.: «Τὸ ἐπάγγελμα τοῦτο δὲν τὸν ἐμπόδιζε νὰ εἶναι καλλωπιστὴς ὅλας τὰς Κυριακὰς καὶ ἑορτὰς θεωρούμενος ὡς ἀσίκης, ὡραῖος νέος» ΑΠαπαδιαμ. Πεντάρφ. 6 || ᾌσμ. Ἀσίκης ἐκαβάλληκε ’ς τὴ Σμύρνη γιὰ νὰ πάῃ... κιˬ άσίκης ἔγινε πουλλὶ νὰ κλαίῃ τ᾿ άποκαΐδιˬα Πελοπν. (Σουδεν.) Ἀσίκη μου, χρυσέ μου ἀιˬτὲ | καὶ μονοστέφανε γαbρὲ (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Πο͜ιὸς ἀσίκης σὰν κ’ ἐμένα ᾿ς τὸ παζάρι περπατεῖ; Λεξ. Δημητρ. Περάστε ᾿π’ τὸ χωριˬό μου κιˬ ἀπ᾿ τὸ σπίτι μου καὶ πάρετε τὸ γιˬό μου, τόν ἀσίκη μου, πὄχει λαγοῦ ποδάρια καὶ τ’ ἀιˬτοῦ καρδιὰ ἀγν.τόπ. Συνών. λεβέντης, ὄμορφονεˬός. β) Νέος γενναῖος, ἀνδρεῖος Πελοπν. (Κορινθ.): Τὸν ἀσίκη μᾶς κάνει. 3) Ἀοιδὸς λαϊκὸς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Πόντ. (Σάντ.) Β) Ἐπιθετικ. 1) ᾿Ερωτευμένος πολλαχ.: ᾎσμ. Ἀσίκης ἐγεννήθηκα, ἀσίκης θὰ πεθάνω, ἀσίκης τὸν ἐπέρασα τὸν κόσμο τὸν ἀπάνω ἀγν. τόπ. 2) Ἐπίχαρις, κομψὸς, ἀξιέραστος πολλαχ.: Εἶναι ἀσίκης’ς ὅλα του αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος Ἤπ. Ἀσήκισσα γυναῖκα Λεξ. Δημητρ. ‖ ᾌσμ. Δὲ μ᾿ ἀφίνει νὰ γλεντίσω μὲ τ᾿ ἀσίκικα παιδιˬὰ Πελοπν. Βγῆκαν δυˬὸ ἀσίκικα παιδιˬά, γυρίζουν ὅλη νύχτα Λεξ. Δημητρ. –Ποίημ. Εἰς τὸ Μενίδι τρέξετε, ἀσίκικα παιδιˬὰ ΓΣουρῆς Ρωμ. ἀριθμ. 73. 3) Ἐλευθέριος, γενναιόδωρος ἐνιαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA