γογγυσμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γογγυσμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γογγυσμὸς ὁ, λόγ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) γογγυσμὸν Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Τὸ Ἐλληνιστ. οὐσ. γογγυσμός.

Σημασιολογία

Τὸ γογγύζειν, ὁ στεναγμὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Τ᾽ ἀρρώστου ὁ γογγυσμὸν Τραπ. || Ποίημ. Σβε͜ιέται, - αὐξαίνοντας ἡ πρώτη τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμή-, τὸ χλιμίντρισμα καὶ οἱ κρότοι, | καὶ τ᾽ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοὶ Δ. Σολωμ., 23. Ἡ σημ. καὶ εἰς Μαχαιρ. 1,446,45 (ἔκδ. R. Dawkins): «τότες ἡ ρήγαινα ἐγροίκησεν τὸν γογγυσμὸν τοῦ λαοῦ, διατὶ δὲν εἶχαν νὰ ζήσουν».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/