ἀσίκικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσίκικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ἐπίθετο
Τυπολογία
ἀσίκικος ἐπίθ. ἀίκικος Ἤπ. ἀί’κους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀσίκικος πολλαχ. ἀσί’κους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀσίκικο οὐδ. τοῦ ἐπιθ. ἀσίκης.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων ἤ ἀναφερομενος εἰς τον ἀσίκην, κομψός, ἐπίχαρις, ἀξιέραστος ἔνθ. ἀν. Ἀσίκικος χορός. Ἀσίκικη φορεσιˬά. Ἀσίκικο μουστάκι-φέρσιμο-φόρεμα κττ. πολλαχ. Ἀσί’ ’ πηδ’σιˬὰ ἔκαμι Στερελλ. (Αἰτωλ) || Ποίημ. Λάμψε, σπαθὶ Ἀρβανίτικο, ǀ σπαθὶ καὶ γιˬαταγάνι, κουμπούρι, βρόντα, ἀσίκικο, | ὁ νοῦς μου δὲ σᾶς βάνει ΑΠάλλη Ταμπουρ. καὶ Κόπαν 104.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA