γιˬορντάνικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορντάνικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬορντάνικος ἐπίθ. ἐνιαχ. γκιˬουρντά’κους Μακεδ. (Βρία).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορντάνι, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γκιˬουρντά’, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικος.
Σημασιολογία
Ἐπὶ πτηνοῦ φέροντος πτίλωμα διαφορετικοῦ χρώματος εἰς τὸν λαιμὸν ἐν εἴδει περιδεραίου: Τὰ μαῦρα τὰ κουράκιˬα τὰ λέ’ κουραζίνις κὶ τ’ ἄλλα μί ’να γκιˬουρντά’ τὰ λὲν γκιˬουρντά’κα Συνών γιˬορντανᾶτος 1β, γιˬορντανούσης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA