βαϊκλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαϊκλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαϊκλίζω Κῶς.
Ετυμολογία
Ἐκ συμφύρ. τῶν ρ. βαϊλίζω καὶ βαγιˬοκλαδίζω.
Σημασιολογία
Περιποιοῦμαι, ἀνατρέφω μετὰ προσοχῆς: Τὴν βαϊκλίζει σάν πιτσούνι. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαγιˬοκλαδίζω 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA