βάϊλας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάϊλας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βάϊλας ὁ, Κεφαλλ. Χίος βάελας Σύμ. Θηλ. βαΐλισσα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. bailo = ἄρχων, κυβερνήτης.
Σημασιολογία
Ι) Ἄρχων Κεφαλλ.: ᾎσμ. ᾿Φέdη μου, ρῆγα νὰ σὲ ἰδῶ καὶ βάϊλα ᾿ς τὴν Πόλι καὶ γενεράλη ’ς τοὺς Κορφοὺς καὶ μέσα ’ς τ’ Ἀργοστόλι. ΙΙ) Ὑπηρέτης ἐπιτηρῶν καὶ περιποιούμενος τὰ μικρὰ παιδιά, παιδαγωγὸς (ἡ σημασία κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ρ. βαϊλίζω) Σύμ. Χίος. β) Θηλ., ὑπηρέτρια Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ᾎσμ. Τσοὶ βαΐλισσες τση παίρνει καὶ πάει καὶ ’ιˬατρικὰ βαστᾷ νὰ τὸνε ᾽ιˬάνῃ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βάγισσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA