γοδιμέντο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοδιμέντο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γοδιμέντο τό, Ζάκ. Κεφαλλ. γοδαμέντο Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) γουδαμέντο Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ Ἰταλ. godimento.

Σημασιολογία

Ἡ τέρψις, διασκέδασις ἔνθ᾽ ἀν.: Πήγαμε ἀπόψε καὶ κάναμε ἕνα γοδαμέντο Κέρκ. Τὸ κάνω γιˬὰ γοδιμέντο Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/