γοερὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοερὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γοερὰ ἑπίρρ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοερός.
Σημασιολογία
Κατὰ τρόπον γοερόν, γοερῶς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ Ἑλενίτσα σκέπασε τὸ πρόσωπό της μὲ τὰ χέριˬα κιˬ ἄρχισε νὰ κλαίῃ γοερὰ Γ. Ξενόπ., Ἀφροδ., 172: || Ποίημ. Κιˬ ἀπὸ τοὺς Ἐβραίους τοῦ ψαλμωδοῦ γοερώτερα θὰ κλαῖνε Κ. Παλαμ., Περάσμ. καὶ χαιρετ., 140, 10.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA