βαϊλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαϊλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαΐλίζω Θήρ. Ἰων. (Κρήν.) Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Ρόδ. Σύμ. Χίος κ.ἀ. βαϊλίζ-ζω Ἴκαρ. Σύμ. βαϊλίτζω Σίφν. Σύμ. βαϊλίζου Σάμ. βαγιλίζω Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ.) βαελίζω Σύμ. βαγιˬολίζω Κρήτ. βαγιˬουλίζω Πελοπν. (Μάν.) Προπ. (Ἀρτάκ.) βαgιˬουλίζω Προπ. (Ἀρτάκ. Πανορμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάϊλας. Ὁ τύπ. βαγιλίζω καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 253 (ἔκδ. GWagner σ. 150) «κρατοῦν καὶ ὁμαλίζουν με καὶ βαγιλίζουσί με». Τὸ βαγιˬολίζω κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ βάγιο. Διὰ τὴν σημ. πβ. βαγιˬοκλάδης, βαγιˬοκλαδιστής, βαγιˬοκλαδίζω.
Σημασιολογία
1) Βαϊλεύω 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Τὸν βαΐλιζα ἀδιαφόρετα Ρόδ. Τὸν βαϊλίζω σὰν τὸ μωρὸ αὐτόθ. Βαϊλίζω τὸν παπποῦν μου Κύπρ. Ἔπ-πεσεν ἄρρωστος τσ’ ἐβαΐλιζά τον αὐτόθ. Ἐψόφησεν τὸ κτηνόν μου ποῦ τὸ βαΐλιζα τόσον τσαιρὸν αὐτόθ. β) Βαυκαλίζω, λικνίζω ἔνθ᾽ ἀν.: Βαϊλίζω τὸ παιδὶ Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. Ἐπῆγα βαϊλίστρα γιˬὰ νὰ βαϊλίζω τὰ παιδιˬὰ Χίος. Συνών. βαβαλίζω 1, νανουρίζω. γ) Θηλάζω Σύμ. Συνών. βυζαίνω. 2) Κολακεύω Ρόδ.: Βαϊλίζει με γιˬὰ νὰ μὲ καταφέρῃ. 3) Παραμονεύω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Εἶdα κάθεσαι καὶ βαϊλίζεις ἐτοῦ; (αὐτοῦ). Πάω ᾿ὼ καὶ βαϊλίζ’ ἀπουπόξω καὶ θὰ τὸν ἐλάσω νὰ τοῦ τσοὶ πάρω τσ᾽ ὄρνιθες. β) Μέσ. παραμονεύομαι ὑπό τινος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): 'È bορῶ νὰ καταλάβω ἀπὸ πο͜ιὸ βαϊλίζομαι καὶ δὲ bορῶ νὰ μετασκάλω, μόνο bαίνουνε καὶ κόβγουσί μου τὰ bαξεβανικὰ (τοὺς καρποὺς τοῦ κήπου. μετασκάλω = μετακινηθῶ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA