ἀσιτησιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσιτησιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσιτησιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀσ’τησιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀρχ. οὐσ. σίτησις. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἀ- στερητ. 1β.
Σημασιολογία
Ἡ μὴ λῆψις τροφῆς, ἀσιτία: Βρουμᾶν τὰ χνότα σ’ ἀπ’ τ’ν ἀσ’τησιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA