ἀσκάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσκάδα ἡ, Αἴγιν Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. ᾿Οξύλιθ.) Πελοπν. (Μάν.) –ΠΓεννάδ. 933 ἀσκὰ Τσακων. συκάδα Εὔβ. (Ὀκτον.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἰσχάς. Ὁ Τσακων. τύπ. ἀσκὰ πιθανῶς ἐκ παλαιοῦ *ἰσχὰρ σιγηθέντος τοῦ -ρ κατὰ τὰ ἰσχύσαντα εἰς τὴν οἰκείαν διάλεκτον ἢ ἐκ τοῦ ἀσκάδα σιγηθέντος τοῦ δ καὶ ἁπλοποιηθέντων τῶν δύο α. Ὁ τύπ. συκάδα κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ σῦκο.
Σημασιολογία
1) Ἰσχάς, ξηρὸν σῦκον Εὔβ. (Κύμ. Ὀξύλιθ.) Πελοπν. (Μάν.) Τσακων. Συνών. ἀσκάδι, ἀσκαδόσυκο. 2) Τὸ τελείως ὥριμον σῦκον τὸ ἕτοιμον πρὸς ξήρανσιν ΠΓεννάδ. 933. 3) Σῦκον παραμεῖναν ἐπὶ τοῦ δένδρου μετὰ τὴν ὡρίμανσιν καὶ ρυτιδωθὲν Αἴγιν.: Παροιμ. Ἡ ἀσκάδα σῦκο δὲ γίνεται (ἐπὶ παρήλικος ἐπιθυμούσης νὰ φαίνεται νέα). 4) Σῦκον αὐτομάτως ἐπὶ τῆς συκῆς σχάζον Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. ᾿Οκτον.) Συνών. ἀσκαδώνι, καβούρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA