βὰκ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βὰκ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
βὰκ ἐπιφών. Καππ. Πόντ. (Οἰν.) βάκα Ποντ (Οἰν.) βάκα Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη. Πβ. ἀρχαῖον παρ᾽ Ἀριστοφ. Βατρ. βρεκεκέξ.
Σημασιολογία
Πάντοτε ἐν ἐπαναλήψει βὰκ βάκ, βάκα βάκα κτλ. Εὐχρηστεῖ εἰς δήλωσιν τῆς φωνῆς τῶν βατράχων καὶ νησσῶν ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Βάκα βάκα λέγω (φλυαρῶ) Οἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA