ἀσκάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσκάδι τό, ᾿Ιων. (Κρήν.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάρπ. Πελοπν. (Λακεδ. Λακων. Μάν.) Ρόδ. ἀσκάdι Ἀπουλ. (Στερνατ.) ἀσκάι Ἀπουλ. (Κοριλ.) ’σκάδι Καλαβρ. (Γαλλικ. Καρδ.) Κορσ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) Ρόδ. ᾽σκάι Ρόδ. συκάδιν Πόντ. συκάδι Κεφαλλ. συκάδ’ Πόντ. (Τραπ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ ἀσκάδι, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἰσχάδιον. ’Ιδ. Σταφίδ. (ἔκδ. Élegrand Biblioth. 2, 13) «ἔπαρε δὲ θεριακὴν καὶ ἂς τὴν φάγῃ μὲ σῦκον ἄσπρον ἤγουν ἀσκάδι»: Διὰ τὸν τύπ. συκάδι ἰδ. ἀσκάδα.
Σημασιολογία
Ἀσκάδα 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔλιˬασα τ’ ἀσκάδιˬα Μάν. Φρυμένα ᾿σκάδιˬα (τὰ μετὰ τὴν ξήρανσιν φρυγόμενα εἰς τὸν φοῦρνον) Ρόδ. || Φρ. Ἔβgαλέν με ᾽σκάι (μὲ ἐπίεσε πολὺ κατὰ τὸν συνωστισμόν. Συνών. φρ. μοῦ ’βγαλε λᾴδι) αὐτόθ. || Παροιμ. Ἕνα χαλὶ ξεροσυκεˬὰ εἶν᾿ τοῦ κοράκου βάρδιˬα, τία νὰ φά’ ἡ παππαδιˬά, τία νὰ κάμ᾽ ἀσκάδιˬα (ἐπὶ τῶν προφυλαττομένων εὐτελῶν πραγμάτων) Κάρπ. ‖ ᾎσμ. Νὰ βάσταγα ’ς τὰ χέριˬα μου νυφάδωνε πλεξίδιˬα, νά ’χα καὶ ’ς τὸ ζουνα'ρι μου ἀσκάδιˬα καὶ καρύδιˬα (ἐκ μοιρολ.) Λακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA