γοητευτικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοητευτικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γοητευτικὸς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γοητευτὴς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικός.
Σημασιολογία
Ὁ δελεαστικός, σαγηνευτικὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Γοητευτικὸς νέος. Γοητευτικὴ καλλονὴ - ὀμορφιˬὰ - βραδε͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA